Αναδημοσίευση από το “Φως”
Η περίπτωση του ανθρώπου που μιλά σήμερα στο «ΦΩΣ», αν δεν είναι η μοναδική, είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις που συνέβησαν στα χρονικά του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ο Βασίλης Χρηστάκης, αγωνίστηκε από το 1963 μέχρι το 1977 στην Αναγέννηση Άρτας στο περιφερειακό πρωτάθλημα Ηπείρου, στη Β’ και Γ’ Εθνική, πότε ως επιθετικός (σέντερ φορ ή έξω δεξιά) και πότε ως τερματοφύλακας, κάνοντας πάνω από 200 συμμετοχές στις δύο θέσεις. Σύμφωνα με στοιχεία που αναφέρονται στο βιβλίο «Μια ζωή Αναγέννηση» του Ντίνου Γιώτη, στα εθνικά πρωταθλήματα Β’ και Γ’ Εθνικής, ο Βασίλης Χρηστάκης έχει 76 συμμετοχές ως τερματοφύλακας και 65 συμμετοχές με 13 γκολ ως επιθετικός. Προσωπικά δεν γνωρίζουμε να υπάρχει άλλη τέτοια περίπτωση σε επίπεδο εθνικών κατηγοριών του ελλαδικού χώρου. Μάλιστα σε δύο-τρία πρωταθλήματα Β’ Εθνικής έπαιζε εναλλάξ στις δύο θέσεις. Τη μία αγωνιστική τερματοφύλακας και την άλλη επιθετικός ή ανά τρεις με τέσσερις αγωνιστικές οι προπονητές να του αλλάζουν θέση, πότε να τον έχουν στην επίθεση και πότε γκολκίπερ!
Δεν μιλάμε για κάποιον αγώνα που χτύπησε ο τερματοφύλακας και τον αντικατέστησε κάποιος άλλος παίκτης αν δεν υπήρχε δυνατότητα αλλαγής, ούτε αν σε ένα παιχνίδι χρησιμοποιήθηκε ως τερματοφύλακας άλλος παίκτης όπως έγινε στον αγώνα Άρης – Πανηλειακός τη σεζόν 1998-99, όπου γκολκίπερ του Πανηλειακού ήταν ο επιθετικός Γιώργος Παπανδρέου γιατί ήταν τιμωρημένοι οι κανονικοί τερματοφύλακες Γεωργίου, Λιούρδης και τραυματίας ο Κοψαχείλης. Ούτε έχει σχέση η περίπτωση Χρηστάκη, με την περίπτωση του νεαρού γκολκίπερ της Παναχαϊκής Χρήστου Βορύλλα που τη σεζόν 2015-16 επειδή δεν συμπλήρωνε ενδεκάδα η πατρινή ομάδα αναγκαστικά τον έβαλαν να παίξει μέσα σε έξι παιχνίδια ως αλλαγή, συνεχίζοντας πάλι ως τερματοφύλακας.
Ο Βασίλης Χρηστάκης έπαιζε εξίσου καλά τόσο κάτω από τα γκολπόστ όσο και στην επίθεση. Ήταν ένας προικισμένος ποδοσφαιριστής και οι επιλογές των προπονητών να τον έχουν πότε στη μια θέση και πότε στην άλλη δεν ήταν αναγκαστικές, αλλά προέκυπταν από αξιολόγηση δεκάδων καλών παικτών σε όλες τις θέσεις που είχε τότε η ιστορική Αναγέννηση Άρτας, που από το 1969 μέχρι το 1973 ήταν από τις πιο αξιόλογες ομάδες της Β’ Εθνικής, διεκδικώντας άνοδο στη μεγάλη κατηγορία.
Στον διεθνή χώρο, παρόμοια περίπτωση είναι του Μεξικανού Χόρχε Κάμπος που έπαιξε δύο χρόνια στην Πούμας επιθετικός και συνέχισε ως τερματοφύλακας φτάνοντας μέχρι την Εθνική Μεξικού και στην Ιταλία του Αλφιέρο Καποσιούτι που ήταν τερματοφύλακας στη Φιορεντίνα και όταν πήγε το 1964 στη ομάδα Σαμπεντετέζε έγινε επιθετικός. Τον Καποσιούτι, περισσότερο τον ξέρουν όχι γιατί άλλαξε θέση, αλλά γιατί σε έναν αγώνα της Serrie c, σε σύγκρουση που είχε μαζί του πάνω στη φάση, τραυματίστηκε θανάσιμα ο τερματοφύλακας της Άσκολι Ρομπέρτο Στρούλι.
Ο Βασίλης Χρηστάκης της Άρτας είναι μια σπάνια περίπτωση, ίσως μοναδική στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Από το 1963 μέχρι το 1969 ήταν στην Αναγέννηση επιθετικός, από το 1969 μέχρι το 1971 ήταν επιθετικός και τερματοφύλακας, από το 1971 μέχρι το 1973 ήταν μόνο τερματοφύλακας, μετά μοιραζόταν πάλι τις δύο θέσεις για να κάνει τις τελευταίες εμφανίσεις της καριέρας του στη Β’ Εθνική τη σεζόν 1976-77 ως επιθετικός!
Όπως μας αποκάλυψε, σε ένα παιχνίδι Β’ Εθνικής στην Τρίπολη με τον Παναρκαδικό τη σεζόν 1969-70, οι Αρκάδες που ήξεραν ότι ο Χρηστάκης ήταν επιθετικός, έκαναν ένσταση πλαστοπροσωπίας όταν δηλώθηκε ως τερματοφύλακας πιστεύοντας ότι παίζει άλλος παίκτης με το δικό του δελτίο. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως μπορεί να παίξει ένας ποδοσφαιριστής στην επίθεση και στο τέρμα.
Βρεθήκαμε στην Άρτα για μια συνέντευξη με τον ήρωα της ιστορίας μας, τον Έλληνα…Χόρχε Κάμπος. Με μνήμη ξυράφι, με καλό λόγο και ευγένεια ο Βασίλης Χρηστάκης μας είπε ενδιαφέρουσες ιστορίες που παραθέτουμε στη συνέχεια, ακόμα και για το πως έγινε η μεταγραφή του Αντώνη Νικοπολίδη στον Παναθηναϊκό.
Κύριε Χρηστάκη, στην Άρτα πως σας ξέρουν ως τερματοφύλακα ή ως επιθετικό;
Όσοι με πρόλαβαν στα γήπεδα ξέρουν ότι έπαιζα και στις δύο θέσεις. Άλλοι ενδεχομένως να νομίζουν ότι ήμασταν δύο παίκτες με το ίδιο επώνυμο!
Εσάς ποια θέση σας άρεσε περισσότερο;
Μου άρεσαν και οι δύο θέσεις. Και τερματοφύλακας καλά ήταν, ένιωθες περισσότερο υπεύθυνος.
Δεν σας δυσκόλευε που αλλάζατε ρόλους;
Επειδή στην αρχή για έξι χρόνια έπαιξα στην Αναγέννηση επιθετικός, όταν με έβαλαν τη σεζόν 1969-70 για πρώτη φορά τερματοφύλακα στην αρχή φοβόμουν να πιάσω τη μπάλα μη κάνω πέναλτι! Είχαν την αίσθηση ότι παίζω μέσα.
Θυμάστε ποιο ματς ήταν;
Με τον Λεωνίδα Σπάρτης για το πρωτάθλημα Β’ Εθνικής τη σεζόν 1969-70, τότε που χάσαμε στο τέλος την άνοδο στη Β’ Εθνική. Ήταν στην 5η αγωνιστική. Μάλιστα παίζαμε μονότερμα την αντίπαλη ομάδα και κάποια στιγμή είπα στον Σιακούφη που έπαιζε σέντερ μπακ, να γυρίσει τη μπάλα πίσω, να την πιάσω και εγώ, είχα πάθει στέρηση.
Ξαφνικά σας είπαν ότι την Κυριακή θα παίξεις τερματοφύλακας;
Όχι, ήταν κανονισμένο από το καλοκαίρι. Εγώ το 1962 πήγα στην Αναγέννηση από τις αλάνες της Άρτας για να παίξω τερματοφύλακας. Και μέχρι να βγει το δελτίο έπαιζα ένα ημίχρονο τερματοφύλακας και ένα επιθετικός στα φιλικά και στα διπλό. Το 1963, ο τότε προπονητής Δωρδούμης, με καθιέρωσε στην επίθεση. Το καλοκαίρι του 1969, ο τότε βασικός τερματοφύλακας Χουλιάρας, τους είπε ότι ψάχνει για δουλειά και μπορεί να μην είναι σε όλα τα παιχνίδια. Τότε είπαν οι παράγοντες της Αναγέννησης στον προπονητή Μίμη Σιδηρόπουλο ότι μπορώ να παίξω και εγώ τερματοφύλακας. Με ετοίμασαν από το καλοκαίρι σε αυτή τη θέση. Εκείνη τη χρονιά μοιράσαμε τα παιχνίδια ως τερματοφύλακες εγώ και ο Χουλιάρας.
Στη συνέχεια σας ξαναβλέπουμε στις συνθέσεις ως επιθετικό.
Το καλοκαίρι του 1970 ανέλαβε την τεχνική ηγεσία της Αναγέννησης ο Σπύρος Καρποδίνης. Όταν ξεκίνησε η προετοιμασία, μόλις με είδε να βάζω τα γάντια για να παίξω τερματοφύλακας έρχεται και μου λέει: «Σβήσε από το μυαλό σου τον τερματοφύλακα. Με μένα θα παίξεις πάλι στην επίθεση». Γυρίζοντας στον γενικό αρχηγό του λέει: «Όταν ήμουν στον Παναιτωλικό, δύο επιθετικούς παίκτες ήθελα να πάρω από την Αναγέννηση, τον Χρηστάκη και τον Χουρίδη, γιατί ήταν γρήγοροι. Ο Χρηστάκης θα παίξει πάλι στην επίθεση».
Σε τι κατηγορία ήταν η Αναγέννηση;
Παίζαμε στη Β’ Εθνική. Ξεκίνησα το πρωτάθλημα ως επιθετικός. Έβαλα και ένα γκολ στο παιχνίδι με τον Ιωνικό. Στα μέσα του β’ γύρου, σε ένα ματς στο γήπεδο Καλλιθέας, τραυματίστηκε ο Βασίλης Λάιος που ήταν τερματοφύλακας. Ο Καρποδίνης δεν έβαλε τον αναπληρωματικό τερματοφύλακα, γιατί ήταν άπειρος και ζήτησε να παίξω εγώ. Έτσι συνέχισα εγώ αντί του Λάιου και για μένα μπήκε ο Σκούρας. Στα υπόλοιπα παιχνίδια αγωνίστηκα και ως τερματοφύλακας και ως επιθετικός.
Έτσι θα μπερδεύατε και τους αντιπάλους.
Μας έκαναν ένσταση πλαστοπροσωπίας στην Τρίπολη. Τη σεζόν 1968-69 παίζαμε στο ειδικό ερασιτεχνικό πρωτάθλημα για άνοδο στη Β’ Εθνική. Στην προτελευταία αγωνιστική παίξαμε στην Τρίπολη με τον Παναρκαδικό. Έπαιξα έχω δεξιά και έκανα πολύ καλό παιχνίδι. Κερδίσαμε 2-1. Από δική μου μπαλιά στο 85’ ο Κουτσογεώργος έβαλε το δεύτερο γκολ της νίκης. Εκεί σιγουρέψαμε την άνοδο στη Β’ Εθνική. Την επόμενη σεζόν παίξαμε πολύ νωρίς στην Τρίπολη με τον Παναρκαδικό, στα πρώτα παιχνίδια πρωταθλήματος Β’ Εθνικής. Είχε γίνει αύξηση ομάδων, ανεβαίνοντας και ο Παναρκαδικός. Αγωνίστηκα ως τερματοφύλακας. Όμως οι παράγοντες του Παναρκαδικού θυμόταν ότι έπαιζα στην επίθεση στο προηγούμενο παιχνίδι. Δεν πίστευαν ότι μπορούσα να παίξω και τερματοφύλακας. Ήταν νωπές οι μνήμες, γιατί ήταν μικρή η χρονική απόσταση των δύο αγώνων.
Έγινε μπέρδεμα, τι σας έκαναν;
Πήγαν και έκαναν ένσταση πλαστοπροσωπίας, υποστηρίζοντας ότι παίζει αντικανονικά άλλος παίκτης με το δικό μου το δελτίο και φαίνεται σαν Βασίλειος Χρηστάκης. Με κάλεσε ο διαιτητής στο γραφείο του, με έβγαλαν φωτογραφίες για να έχουν αποδείξεις και έγινε εξακρίβωση στοιχείων ταυτότητας ότι πραγματικά εγώ είμαι ο πραγματικός Βασίλειος Χρηστάκης! Μόνο δακτυλικά αποτυπώματα δεν με πήραν! Οι παράγοντες του Παναρκαδικού ήταν ανένδοτοι λέγοντας στον διαιτητή: «Τον Χρηστάκη τον ξέρουμε σέντερ φορ, πέρυσι έπαιξε εδώ, πως έγινε τώρα τερματοφύλακας;».
Τελικά, τι απέγινε με την ένσταση;
Απορρίφθηκε… Εγώ ήμουν, όχι ο σωσίας μου!
Έτυχε να παίξετε τη μία Κυριακή ας πούμε επιθετικός και την άλλη τερματοφύλακας ή το αντίθετο;
Τη σεζόν 1970-71 με τον Ιωνικό παίζω επιθετικός και βάζω γκολ. Την επόμενη Κυριακή στην Καλλιθέα έπαιξα μέχρι το 70’ επιθετικός και μετά τερματοφύλακας επειδή χτύπησε ο Λάιος. Στη συνέχεια τρία ματς ήμουν επιθετικός, άλλα τέσσερα τερματοφύλακας και άλλα δύο πάλι επιθετικός! Μετά το 1971, όταν ανέλαβε προπονητής ο Ανδρέας Παπαεμμανουήλ, σταθεροποιήθηκα στη θέση του τερματοφύλακα μέχρι το 1974. Μετά, από το 1974 μέχρι το 1977 με 1978 που σταμάτησα το ποδόσφαιρο ήμουν μεν τερματοφύλακας κατά βάση, αλλά έπαιζα πάλι και στην επίθεση. Μάλιστα, την τελευταία σεζόν, πριν σταματήσω το ποδόσφαιρο είχα τρεις συμμετοχές ως επιθετικός στη Β’ Εθνική.
Έχετε ακούσει αν έχει υπάρξει άλλη περίπτωση σαν τη δική σας;
Όχι, δεν γνωρίζω κάτι να σας πω. Αν έπαιζαν και άλλοι παίκτες πότε τέρμα και πότε μέσα δεν το γνωρίζω.
Τι έβλεπαν οι προπονητές και σας αξιολογούσαν άλλος ως επιθετικό και άλλος ως τερματοφύλακα; Ποια ήταν τα ειδικά προσόντα σας;
Ήμουν πολύ γρήγορος ποδοσφαιριστής όπως και καλός χειριστής της μπάλας. Έκανα 11’.1’’ στα 100 μέτρα. Δεν μπορούσες στη δεκαετία του ’60 να βρεις παίκτες με ταχύτητα. Γι’ αυτό με έβαζαν πότε σέντερ φορ και πότε από τα πλάγια στην επίθεση, έξω δεξιά όπως λέγαμε τότε τους περιφερειακούς ποδοσφαιριστές. Ως τερματοφύλακας είχα καλές τοποθετήσεις, διάβαζα τις φάσεις και τις σκέψεις των επιθετικών, έβγαινα γρήγορα στις εξόδους ενώ ήξερα και μπάλα.
Με τους τερματοφύλακες που τους παίρνατε τη θέση πως τα πηγαίναμε;
Δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα με κανέναν. Ήμασταν φίλοι και παραμένουμε φίλοι. Όλα τα παιδιά, ο Χουλιάρας, ο Λάιος, ήταν αξιόλογοι χαρακτήρες, κάναμε και παρέα. Με τον Χουλιάρα είμαστε γειτονιά, δίπλα είναι τα σπίτια μας.
Ποιοι αντίπαλοι σας δυσκόλεψαν περισσότερο;
Ο Αλβαρέζ του ΠΑΣ, ήταν στο ψηλό παιχνίδι ανίκητος. Στις εξόδους που έκανα στα κόρνερ ή στις σέντρες για να πιάσω τη μπάλα, στα μεγάλα ντέρμπι που κάναμε με τον ΠΑΣ, ένιωθα ότι χτυπούσα σε τείχος από τσιμέντο. Ήταν πολύ δυνατός. Και στα φάουλ με δυσκόλευε ο Γλυκοκάλαμος του Παναιτωλικού. Μόνο αυτός με έβαλε δύο γκολ από φάουλ. Όταν έπαιζα στην επίθεση, ο Παπλιάκος του ΠΑΣ ήταν δυνατός και χτυπούσε. Επίσης είχα αντίπαλο και τον Σοφιανίδη της ΑΕΚ που ήταν απροσπέλαστος.
Πότε βρεθήκατε αντίπαλος με τον Σοφιανίδη;
Παίξαμε με την ΑΕΚ αγώνα Κυπέλλου τον Απρίλιο του 1964 στην Άρτα. Ήταν η πρώτη μου χρονιά στην Αναγέννηση με προπονητή τον Στουραίτη. Με έβαλε έξω δεξιά και με μάρκαρε ο Σοφιανίδης. Θα πω καλύτερα ότι τον μάρκαρα εγώ, γιατί μας πίεσε πολύ η ΑΕΚ. Μας κέρδισε 7-0. Ήταν το πρώτο μεγάλο παιχνίδι της καριέρας μου. Πολύς λαός στο γήπεδο μέχρι πάνω στο βουνό.
Θυμάστε ποιοι έπαιζαν με την ΑΕΚ;
Ξεχνιούνται αυτά; Βρεθήκαμε στο γήπεδο με παίκτες που τους διαβάζαμε στις εφημερίδες. Ήταν οι Σεραφείδης, Σοφιανίδης, Παπαποστόλου, Βερνέζης, Σκευοφύλακας, Τασίνος, Σταματιάδης, Παπαγεωργίου, Πετρίδης, Παπαϊωάννου, Πομώνης.
Υπήρξε άλλο παιχνίδι με μεγάλη ομάδα;
Παίξαμε στο Κύπελλο και με τον Ολυμπιακό, τον Φεβρουάριο του 1975. Ενώ με την ΑΕΚ έπαιξα στην επίθεση, με τον Ολυμπιακό ήμουν τερματοφύλακας. Χάσαμε με 7-0, το πιο βαρύ για μένα σκορ σε αγώνα. Ήταν ανίκητος ο Ολυμπιακός, με τη μεγάλη ομάδα του Γουλανδρή. Να φανταστείς επίθεση ήταν Λοσάντα, Κρητικόπουλος, Παμπουλής, και στο κέντρο Δεληκάρης, Καραβίτης, Περσίδης. Τερματοφύλακας ο Πουπάκης, και στην άμυνα Γκαϊτατζής, Κυράστας, Γκλέζος, Σιώκος. Παίξαμε με θηρία.
Πως ήταν τα μεγάλα ντέρμπι της Ηπείρου, Αναγέννηση Άρτας – ΠΑΣ Γιάννινα;
Όπως είναι όταν παίζουν Ολυμπιακός – Παναθηναϊκός ή ΠΑΟΚ – Άρης. Μεγάλος φανατισμός και στις δύο πόλεις. Ήταν το ντέρμπι της Ηπείρου. Έτυχε σε όλα αυτά τα ντέρμπι να υπερασπίζομαι την εστία της Αναγέννησης. Στο περιβόητο παιχνίδι τον Νοέμβριο του 1972 από θαύμα δεν υπήρξαν θύματα. Ευτυχώς έπιασε καταρρακτώδης βροχή και διαλύθηκε ο κόσμος. Το γήπεδο της Άρτας χωράει 4000 κόσμο και πολύ λέω. Έκοψαν 10.000 εισιτήρια. Ο λόφος ήταν γεμάτος από κόσμο. Όταν πήγαμε ως ομάδα στο γήπεδο, μας έβαλαν από την κάτω πόρτα. Με το που άνοιξε η πόρτα για να περάσουμε εμείς οι ποδοσφαιριστές, όρμησαν πενήντα περίπου άτομα, έσπρωξαν τους φύλακες και τους αστυνομικούς και μπήκαν μέσα γιατί δεν υπήρχαν εισιτήρια. Ένας απ’ αυτούς έσπρωξε και μένα, κόντεψα να σωριαστώ στο έδαφος, να φάω τα μούτρα μου. Πάω να τον αρπάξω και μου λέει: «Έχεις δίκαιο, χίλια συγγνώμη, χτύπησέ με, βρίσε με, αρκεί που μπήκα στο γήπεδο για να δω το παιχνίδι…». Τον άφησα, δεν του είπα τίποτα.
Υπήρχαν παίκτες που είχατε ως πρότυπα;
Όταν ξεκίνησα το ποδόσφαιρο από μικρός, επειδή ήμουν Παναθηναϊκός, είχα ως πρότυπα τους Λουκανίδη, Λινοξυλάκη, Δομάζο και τον Παπαεμμανουήλ που είχαμε μετέπειτα προπονητή.
Στη δική σας εποχή ποιοι ήταν οι μεγαλύτεροι τερματοφύλακες;
Ξεχώριζα τον Οικονομόπουλο του Παναθηναϊκού και τον Σεραφείδη της ΑΕΚ. Μετέπειτα μου άρεσαν ο Χρηστίδης του Άρη, ο Κελεσίδης του Ολυμπιακού, ο Φορτούλα του ΠΑΟΚ και άλλοι.
Ο συμπατριώτης σας Αντώνης Νικοπολίδης;
Ο Νικοπολίδης είχε προσόντα. Τα αξιοποίησε με τη δουλειά που έκανε στον Παναθηναϊκό. Τον γυμνάζαμε και εμείς στην Άρτα, όταν ήμουν βοηθός προπονητή, αλλά ολοκληρωμένος τερματοφύλακας έγινε στον Παναθηναϊκό. Ήρθε μετά από δύο χρόνια στην Άρτα και είχε αλλάξει όλο το σώμα του.
Πως τον βρήκε στην Άρτα ο Παναθηναϊκός; Επειδή ήταν προπονητής ο Παπαεμμανουήλ;
Στη δεκαετία του ’80 διετέλεσα και ενάμιση χρόνο πρόεδρος της Αναγέννησης και μέλος της διοίκησης του Γιάννη Μπανταλούκα. Ο Παναθηναϊκός αρχικά ενδιαφέρθηκε για τον αριστερό αμυντικό μας, τον Ηλία Μαγκάκη. Σε ένα παιχνίδι με τον Χαραυγιακό στην Αθήνα, ήρθαν στο γήπεδο για να δουν τον Μαγκάκη, ο προπονητής Μπένγκστον με τον Γαλάκο που ήταν βοηθός του. Εκεί τους άρεσε και ο Νικοπολίδης. Με τον Μαγκάκη δεν προχώρησαν γιατί έφερε ο Βαρδινογιάννης άλλον από το εξωτερικό. Σημείωσαν το όνομα του Νικοπολίδη. Ήρθε μετά σε ένα ματς στα Τρίκαλα ο Οικονομόπουλος για να τον δει καλύτερα, και σε συνδυασμό με τις επαφές που είχαν με τον Παπαεμμανουήλ, έγινε η μεταγραφή του Αντώνη στον Παναθηναϊκό.
Με όσους παλιούς παίκτες της Αναγέννησης κάναμε συνεντεύξεις, όλοι είπαν ότι τότε η Αναγέννηση άξιζε να ανεβεί στην Α’ Εθνική. Εσείς τι λέτε;
Δεν είχαμε ξένους παίκτες, όλοι ήμασταν Αρτινοί. Άξιζε εκείνη η ομάδα να ανεβεί στην Α’ Εθνική. Επειδή πάντα ψάχνουμε να βρούμε φαντάσματα, εγώ θα πω ότι η Αναγέννηση αδικήθηκε από τον ίδιο τον εαυτό της και όχι από άλλους παράγοντες. Την άνοδο τη χάσαμε μόνοι μας και το κλείνω εδώ. Το αξίζαμε αλλά δεν το πετύχαμε.
Παρακολουθείτε τώρα την Αναγέννηση, τι θα κάνει στη Γ’ Εθνική;
Γίνεται μια καλή προσπάθεια φέτος στην Αναγέννηση με νέους ανθρώπους μήπως και αλλάξει επίπεδα η ομάδα. Και πρέπει όλοι να σταθούμε στο πλευρό τους. Γύρισαν παιδιά από την Άρτα που αγωνίζονταν σε άλλες ομάδες. Έγινε ένα καλό ξεκίνημα με ελπίδες για τη συνέχεια. Κάτι πρέπει να γίνει, γιατί μείναμε πίσω ποδοσφαιρικά εμείς και η Πρέβεζα. Ο ΠΑΣ Γιάννινα και ο Παναιτωλικός είναι στην Α’ Εθνική, η Λευκάδα ανέβηκε στη Β’ Εθνική. Εμείς μείναμε πίσω και πρέπει να προσπαθήσουμε για να ξαναβρεί η Αναγέννηση τη χαμένη αίγλη της. Έχει μεγάλη ιστορία, βαριά φανέλα, αξίζει για κάτι καλύτερο.
Να υποθέσουμε ότι και εσείς είστε παιδί της αλάνας; Από εκεί ξεκινήσατε;
Σε κάθε γειτονιά της Άρτας υπήρχε και μια αλάνα. Ο Πάνος Σακκάς που έπαιζε στον Παναμβρακικό, έκανε σουτ και εγώ έκανα καλές αποκρούσεις. Ζήτησε το 1958 να δοκιμαστώ στον Παναμβρακικό. Είχα αντιδράσεις από το σπίτι. Τότε θεωρούσαν αλητεία το ποδόσφαιρο. Έλεγα ψέματα, ότι τάχα πηγαίνω στο γήπεδο, γιατί μας επέβαλε το σχολείο για να μας μάθει αθλοπαιδιές ο γυμναστής μας. Ήρθε η μάνα μου και έβαλε τις φωνές. Για τέσσερα χρόνια έκανα στίβο. Το 1962 ο Σακκάς με πήρε στην Αναγέννηση. Προοριζόμουν για τερματοφύλακας. Σε ένα φιλικό στην Πρέβεζα, ο προπονητής είπε να παίξω στην επίθεση, γιατί έβλεπε στις προπονήσεις όταν ήμουν πολύ ταχύς, ευέλικτος και καλός χειριστής της μπάλας. Έτσι ξεκίνησα ως επιθετικός και έγιναν στη συνέχεια όλα όσα είπαμε πριν.
Βαγγέλης Γυφτόπουλος