Πριν από λίγες μέρες η Σουηδική Ακαδημία απένειμε το Νόμπελ Λογοτεχνίας στην Γαλλίδα συγγραφέα Αννί Ερνώ. Πρόκειται για μια συγγραφέα ιδιαίτερα δημοφιλή στην πατρίδα της, που πλέον είναι η πρώτη Γαλλίδα που έχει τιμηθεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Σύμφωνα με την ανακοίνωση του μόνιμου γραμματέα της Σουηδικής Ακαδημίας, Ματς Μαλμ, κατά την τελετή βράβευσης, η Αννί Ερνώ βραβεύτηκε, πέρα από την ποιότητα των βιβλίων της, και “για το θάρρος και την οξύτητα με την οποία αποκαλύπτει τις ρίζες, τις αποξενώσεις και τους συλλογικούς περιορισμούς της προσωπικής μνήμης”.
Δεν έχω διαβάσει βιβλία της, άλλωστε έχω πολλά, ακόμη, κενά σε ό,τι αφορά στη λογοτεχνία (και ένας Θεός ξέρει αν θα μου φτάσει μια ζωή να τα καλύψω…). Γενικά τα κάθε είδους βραβεία, δεν τα παίρνω και πολύ στα σοβαρά. Σαφώς οι βραβευθέντες εκ των πραγμάτων θα είναι άνθρωποι με αξία – τουλάχιστον στο αντικείμενό τους. Απλά δεν πρέπει να λογίζονται ως “θέοθεν σημεία” (sic). Ο Τολστόι ή ο Κάφκα ποτέ δεν βραβεύτηκαν με το Νόμπελ.
Εντούτοις, με προβλημάτισε κάτι που παρατήρησα: Στο χρονολόγιό μου στο Facebook, είδα πολλά καυστικά σχόλια ως προς την βραβευμένη συγγραφέα, του τύπου “ποια είναι αυτή”, “κανείς δεν την ξέρει” ή το κλασικό συνομωσιολογικό “πάλι εξυπηρετούν συμφέροντα”. Το τελευταίο, δεν το σχολιάζω, αν και κατά καιρούς η Σουηδική Ακαδημία έχει δώσει λαβές να κατηγορηθεί για καιροσκοπισμό κλπ. Σε ότι αφορά την άγνοιά μας για την Αννί Ερνώ, αναρωτιέμαι, πόσοι γνώριζαν τα ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη ή του Οδυσσέα Ελύτη πριν βραβευθούν με το Νόμπελ. Από την άλλη ρωτώ: από πότε η ποιότητα συμβαδίζει υποχρεωτικά με την δημοφιλία; Δεν έχω εντρυφήσει στο έργο του Γιο Νέσμπο, αλλά ακόμη και άνθρωποι που τον παραδέχονται, αμφιβάλλω αν τους έλκει η καθαρά λογοτεχνική ποιότητα των ιστοριών του – προς Θεού, δεν τον απορρίπτω, δεν πάω στο άλλο άκρο.
Θυμήθηκα μια άλλη περίπτωση, κατά την οποία το Νόμπελ Λογοτεχνίας, συγκεκριμένα το ποιος το έλαβε, ξεσήκωσε διαμαρτυρίες και χλεύη. Σαν σήμερα, 13 Οκτώβρη του 2016 ο Ρόμπερτ Άλεν Ζίμερμαν, γνωστότερος ως Μπομπ Ντίλαν, έλαβε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας επειδή “δημιούργησε νέες ποιητικούς τρόπους έκφρασης στα πλαίσια της μεγάλης παράδοσης του Αμερικανικού τραγουδιού”. Τότε θυμάμαι πως ωρύονταν οι σκληροπυρηνικοί και οι καθαρολόγοι από τον χώρο της λογοτεχνίας, ενώ πολλοί “εναλλακτικοί” χίπστερς από τον χώρο του “ίντι” χλεύαζαν (για να είμαι δίκαιος, αρκετοί από τους τελευταίους, δεν τα είχαν σώνει και καλά με τον Ντίλαν, απλά εξέφραζαν την αντιπάθειά τους προς απαρχαιωμένους θεσμούς και γενικά προς κάθε είδους βραβεία).
Προσωπικά, ως ροκάς, να πω την αμαρτία μου, αυθόρμητα χάρηκα. Το είδα σαν δικαίωση προς την αγαπημένη μου μουσική, ότι δηλαδή ένα λαϊκό, στην ουσία, είδος μουσικής αναγνωρίστηκε ότι μπορεί να είναι φορέας ποιητικής έκφρασης ή έστω διάθεσης. Από την άλλη, το ερώτημα γεννήθηκε: Γιατί τώρα; Γιατί όχι το 1966 – 67 ή το 1975; Δεν έχει τόση σημασία. Τώρα (το 2016) ήταν έτοιμα τα μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας. Άλλωστε, όσοι έχουν ασχοληθεί με τη στιχουργική του θείου Μπομπ, γνωρίζουν ότι έχει διαβάσει τους Μπήτνικς, τους Μοντερνιστές, ενώ σε τραγούδι του έχει συμπεριλάβει αποσπάσματα από την Θεία Κωμωδία του Δάντη ή Ντάντε Αλιγκιέρι. Οπότε, Άξιος!
Κώστας Μαζιώτης