Να μην αναλογίζεσαι μόνο πως μέρα με τη μέρα ξοδεύεται η ζωή και το υπόλοιπό της λιγοστεύει ολοένα• έχε υπ’ όψη ότι, κι αν ακόμη ζούσε κάποιος περισσότερο, είναι άγνωστο αν θα παρέμενε ίδια η διανοητική του κατάσταση και αν θα του επέτρεπε να καταλαβαίνει επαρκώς τα πράγματα και την θεωρητική σκέψη που εμβαθύνει την γνώση μας για τα θεϊκά όσο και για τα ανθρώπινα. Γιατί αν ο νους του αρχίσει να μωραίνεται, ναι μεν θα εξακολουθεί ο άνθρωπος να αναπνέει και να τρώει και δεν θα του λείψουν οι παραστάσεις κι οι παρορμήσεις και τα τοιαύτα. Όμως θα’ χει σβήσει μέσα του η δύναμη να διαφεντεύει τον εαυτό του, να εξακριβώνει το εύρος των καθηκόντων του, να κατατάσσει τα φαινόμενα που θα αντικρίζει, κι ακόμη, να γνωρίζει αν είναι ώρα να φύγει από τη ζωή, και τόσα άλλα που χρειάζονται ασκημένο λογισμό. Μην αφήνεις λοιπόν να χάνεται χρόνος• όχι μόνο γιατί ο θάνατος ζυγώνει ολοένα, αλλά και γιατί η δύναμή μας να σκεφτόμαστε και να συμβαδίζουμε με τα πράγματα θα’ χει κιόλας στερέψει από τα πριν.
Κι ακόμη, ας μη σου διαφεύγουν αλήθειες όπως αυτή: ό,τι έρχεται να προστεθεί σ’ ένα φυσικό γεγονός ως επακόλουθό του, έχει κι αυτό τη χάρη και τη θελκτικότητά του. Ας πούμε, το ψωμί που ψήνεται, μεριές-μεριές σκάζει και ανοίγει, και ξεχωρίζουν τα σημεία εκείνα που κάπως αψηφούν την τέχνη της αρτοποιίας: έχουν κι αυτά την ομορφιά τους, κι ένα τρόπο να σου ανοίγουν την όρεξη. Τα σύκα, πάλι, πάνω που ωριμάζουν εντελώς, ανοίγουν. Κι ο παραγινωμένος καρπός της ελιάς: το ότι κοντεύει να σαπίσει, είναι κάτι που του προσδίνει μια δική του ομορφιά. Και το στάχυ που γέρνει χαμηλά, και το ζαρωμένο μέτωπο του λιονταριού, κι ο αφρός στο στόμα του αγριογούρουνου κι άλλα πολλά, που αν τα δεις μεμονωμένα απέχουν πολύ από το να είναι ωραία – όμως, ακριβώς επειδή είναι επακόλουθα φυσικών διεργασιών, προσθέτουν σε ομορφιά και ψυχαγωγούν.
(Μάρκος Αυρήλιος, Τα εις εαυτόν, βιβλίο 2ο 1-2
Μετάφραση: Γιάννης Αβραμίδης, Εκδόσεις Θύραθεν 2008)