Ο Νεοκλής – μια προσωπογραφία

Ήταν ανέκαθεν ένας ξερόλας. Ο,τι και να του έλεγες, δεν υπήρχε περίπτωση, θα σου έλεγε, μου ‘χει τύχει και μένα παρόμοια φάση, εμένα θ’ ακούσεις τι θα κάνεις. Δεν είναι ότι του είχες ζητήσει συμβουλή, θα τον άκουγες ήθελες δεν ήθελες. Μα δε θέλω ν’ ακούσω, όχι θ’ ακούσεις κερατά. Και άκουγες. Τι άκουγες δηλαδή, έλεγε κατεβατά και νόημα δεν έβγαινε. Παρότι σου προκαλούσε δυσφορία η δοκησισοφία του, ακόμα κι έτσι κάτι ήταν που σε κράταγε και όχι μόνο δεν τον διαολόστελνες αλλά εκεί, καθόσουν και πάσχιζες να εντοπίσεις το ψήγμα σοφίας που σαν τον μίτο της Αριάδνης θα σε έβγαζε από το λαβύρινθο των απίθανων συνειρμών του. Κακό πράγμα τα ναρκωτικά, μπορούν να σου κάψουν το μυαλό αλλά όταν έλεγα στον Νεοκλή, με το μαλακό τον μπάφο, φλώρο με ανέβαζε βουτυρόπαιδο με κατέβαζε. Αυτός, από πρώτη λυκείου καβαλούσε μηχανή γιαμάχα επτακοσάρα και λιώνανε τα κορίτσια να τις πάρει βόλτα και μετά για φάσωμα – τότε το λέγαμε χαμούρεμα – πλάι στο μνημείο του Ναύτη, πίσω από κάτι ψηλούς θάμνους και καλάμια.

Για σχολείο δεκάρα δεν έδινε. Δικαίωμά του αλλά με εξόργιζε η αδιαφορία του γιατί είχε μυαλό απίστευτο, ήταν ετοιμόλογος και με συνθετική σκέψη. Άσε κι όλας που ήταν βιβλιοφάγος, μου ζητούσε βιβλία που του τα έδινα απλόχερα. Αλλά για το σχολείο, με τίποτα. Άλλωστε τις δύο πρώτες ώρες τις έχανε, μιας και προσπαθούσε να συνέλθει από τις τεκίλες που είχε κατεβάσει την προηγουμένη. Ήταν, βέβαια, και ανάγωγος, σεβασμό δεν έδειχνε σε κανέναν και για κανέναν λόγο. Θυμάμαι που μια φορά που είχε έρθει σπίτι ν’ αράξουμε, είπε στη μάνα μου αφού τον χαιρέτησε, θα σε φίλαγα αλλά έχω φάει κρεμμύδι με την πίτα γύρο. Δεν ένιωθε μιλάμε! Είπαμε, ήταν ετοιμόλογος. Από μουσικές, γούσταρε κλασικό ροκ και από ελληνικό ροκ μόνο Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Βασικά τρελαινόταν για Βασίλη, ήταν η μόνη συναυλία που τον ενδιέφερε να πληρώσει εισιτήριο να μπει να παρακολουθήσει, να νιώσει τις εκκενώσεις που έστελνε η ηλεκτρική κιθάρα και να λιώσει από το άψογο γρέζι του Παπακωνσταντίνου, και να ουρλιάξει απ’ την αρχή μέχρι το τέλος όλους μα όλους τους στίχους που τους είχε αποστηθίσει με ευλάβεια ύστερα από άπειρες ακροάσεις.

Ο Νεοκλής, λοιπόν, γούσταρε ροκιές, βιβλία, τεκίλες κλπ μα πάνω απ’ όλα χόρτο. Πραγματικά το λάτρευε και φρόντιζε πάντα έχει την καβάτζα του. Προκειμένου, βέβαια, να το πετύχει, κινδύνευε να τον κάνει τσακωτό η αστυνομία, αλλά, ας πούμε ότι στάθηκε τυχερός και σε ό,τι αφορά σε μπλεξίματα με το νόμο την έβγαλε καθαρή. Γιατί, στα της κατάστασης των εγκεφαλικών κυττάρων του, άστο καλύτερα. Μη με παρεξηγείς, δεν αναφέρομαι σε περιστασιακή χρήση, αντίθετα του έδινε και καταλάβαινε. Ο Νεοκλής, δούλευε τα απογεύματα, έξοδα διατροφής κλπ έμενε με τους γονείς οπότε του τα καλύπτανε αυτοί, επομένως ό,τι έβγαζε, το έσπρωχνε στον ντίλερ του. Επιπλέον, επειδή ήταν αγαπητός στο σινάφι των μπαφάκηδων, πολύς κόσμος τον κέρναγε αβέρτα, τύπου σε πάω ρε μάγκα, πάρε κερασμένο από μένα. Κάποια στιγμή ο οργανισμός του συνήθισε στην επίδραση της κάνναβης – απέκτησε ανοχή όπως το λένε – και δεν του έφτανε, ήθελε ακόμη περισσότερο, με αποτέλεσμα να φτάσει να πίνει δυο τσιγάρα την ημέρα. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα, ενώ άρχισε να μιλά και να φέρεται αλλόκοτα. Λόγου χάρη, άρχισε να γίνεται αντικοινωνικός, ενώ ταυτόχρονα υπέφερε από κρίσεις πανικού. Εκεί που πριν χαλάρωνε, τώρα βρισκόταν μονίμως στην τσίτα, μίλαγε δίχως ειρμό και δυσκολευόταν να ολοκληρώσει μια πρόταση, αντίθετα στα μισά της πρότασης πήδαγε σε άλλο θέμα.

Χαιρόμουν να τον βλέπω να ξεφτιλίζεται. Είχα τραβήξει πολύ δούλεμα από την πάρτη του που με αρκετή κακεντρέχεια, είναι η αλήθεια, έπαιρνα μπόλικη ικανοποίηση. Σύντομα έπαψε να έχει πλάκα. Συνέχισα να τον συναναστρέφομαι έστω κι αν ήταν στα χάλια του, λίγο από τύψεις για την κακόβουλη χαρά μου αλλά κι επειδή, τον ήξερα από μικρό παιδί. Μια φορά μου είπε, ψηλέ, έλα το βράδυ ν’ αράξουμε, κερνάω μπίρα και μουσικούλα, έλα και κοιμάσαι στο δωμάτιο το δίπλα. Όντως πήγα. Και ήταν ωραία, ρε γαμώτο. Πολύ όμορφα, ζεστά. Κοιμήθηκα το βράδυ εκεί, είδα και κάτι όνειρα, γλυκά και υγρά. Την άλλη μέρα το πρωί που ξύπνησα, ο Νεοκλής έλειπε, έπιανε νωρίς δουλειά. Κι ενώ ντύνομαι και μαζεύω τα πράγματά μου, ανοίγω δίχως λόγο το πορτοφόλι και ξενερώνω άσχημα. Από τα πέντε εικοσάευρα που είχα, υπήρχε πλέον μόνο ένα. Γαμώτο. Αυτό με πόνεσε. Τόσο που βούρκωσα. Δεν περίμενα ότι θα έφτανε ως εκεί. Να που έφτασε. Συνέχισα να τον συναντώ που και που στο στέκι. Ποτέ δεν του έκανα κουβέντα σχετικά με το θέμα. Δεν υπήρχε λόγος. Και εννοείται δεν ξαναπήγα σπίτι του. Ακόμα αποθηκάριος δουλεύει και ακόμα πίνει. Τι να τον κάνεις;