Διαβάζοντας μέρος του βιβλίου “Η Εποχή Των Άκρων: Ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας (1914 – 1991)” του θρύλου της Ιστορικής Επιστήμης Έρικ Χομπσμπάουμ, στο πρόλογο έπεσα πάνω στο ακόλουθο απόσπασμα. Σε αυτό ο Χομπσμπάουμ παρουσιάζει τους μετασχηματισμούς που διαμόρφωσαν τον κόσμο στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν κατά τη δεκαετία του 1990. Βρίσκω σοκαριστική την οξυδέρκεια του συγγραφέα, και το γεγονός ότι έκτοτε δεν έχουν αλλάξει πολλά, με την έννοια ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα κινείται λίγο πολύ με τις ίδιες κατευθυντήριες. Νομίζω ότι αξίζει να διαβαστεί ως εκ τούτου δημοσιεύω το συγκεκριμένο απόσπασμα. Φυσικά, συνιστώ στον καθένα και την καθεμιά που ενδιαφέρονται για τη νεότερη και τη σύγχρονη διεθνή ιστορία, να ψάξουν τα βιβλία του μεγάλου ιστορικού.
Η μετάφραση είναι του Βασίλη Καπετανγιάννη για τις εκδόσεις Θεμέλιο.
Κι όμως, στα τέλη του Σύντομου Εικοστού Αιώνα, ο κόσμος δεν μπορεί να συγκριθεί με τον κόσμο
που υπήρχε στην αρχή του με κριτήρια την ιστορική λογιστική τού «περισσότερου» και
«λιγότερου». Ήταν ένας ποιοτικά διαφορετικός κόσμος, τουλάχιστον από τρεις απόψεις:
Πρώτον, δεν ήταν πλέον ευρωκεντρικός. Έφερε την παρακμή και πτώση της Ευρώπης, που στην
αρχή του αιώνα ήταν ακόμα το αναμφισβήτητο κέντρο ισχύος, πλούτου, φαιάς ουσίας και «δυτικού
πολιτισμού». Οι Ευρωπαίοι και οι απόγονοί τους περιορίστηκαν σήμερα από το ένα τρίτο περίπου
της ανθρωπότητας στο ένα έκτο. Πρόκειται για μια φθίνουσα μειοψηφία που ζει σε χώρες οι οποίες
στοιχειωδώς (ή καθόλου) αναπαράγουν τον πληθυσμό τους και στην πλειοψηφία των περιπτώσεων
-με ορισμένες φωτεινές εξαιρέσεις όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες στη δεκαετία του ’90- ορθώνουν
φράγματα απέναντι στην πίεση της μετανάστευσης από τις περιοχές των φτωχών. Οι βιομηχανίες
στις οποίες κάποτε η Ευρώπη πρωτοπορούσε, μετανάστευσαν και εγκαταστάθηκαν αλλού. Οι χώρες
που κάποτε προσέβλεπαν προς την Ευρώπη διαμέσου των ωκεανών, προσβλέπουν τώρα αλλού. Η
Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία ακόμα και οι Ηνωμένες Πολιτείες που βρέχονται από δύο ωκεανούς,
είδαν το μέλλον τους στον Ειρηνικό, ό,τι ακριβώς και να σημαίνει αυτό.
Οι «Μεγάλες Δυνάμεις» του 1914, όλες ευρωπαϊκές, όπως η ΕΣΣΔ, κληρονόμος της Τσαρικής
Ρωσίας, εξαφανίστηκαν ή περιορίστηκαν στο ρόλο περιφερειακής ή επαρχιακής δύναμης, με
εξαίρεση τη Γερμανία. Η ίδια η προσπάθεια να δημιουργηθεί μια ενιαία υπερεθνική «Ευρωπαϊκή
Κοινότητα» και να ανακαλυφθεί κάποια έννοια Ευρωπαϊκής ταυτότητας που να ανταποκρίνεται σ’
αυτήν, αντικαθιστώντας τις παλιές προσδέσεις στα ιστορικά έθνη και κράτη, έδειξε το βάθος αυτής
της παρακμής.
Με εξαίρεση τους ιστορικούς της πολιτικής, είχε τόση μεγάλη σημασία η αλλαγή αυτή; Ενδεχομένως
όχι, εφόσον αντανακλούσε μόνο ελάσσονες αλλαγές στην οικονομική, πνευματική και πολιτιστική
φυσιογνωμία του κόσμου. Από το 1914 κιόλας, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν η μεγαλύτερη
βιομηχανική οικονομία και ο μεγάλος πρωτοπόρος, πρότυπο και προωθητική δύναμη της μαζικής
παραγωγής και της μαζικής κουλτούρας που κατέκτησαν τον πλανήτη κατά τη διάρκεια του
Σύντομου Εικοστού Αιώνα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, παρά τις πολλές ιδιομορφίες τους, ήταν η
υπερωκεάνια επέκταση της Ευρώπης και συστεγάζονταν μαζί με τη γηραιά ήπειρο κάτω από την
επιγραφή του «δυτικού πολιτισμού». Όποιες και να είναι οι μελλοντικές τους προοπτικές,
κοιτάζοντας τον «Αμερικανικό αιώνα» από τη σκοπιά της δεκαετίας του ’90 δεν μπορούμε παρά να
πούμε πως ήταν γι’ αυτές μια εποχή ανόδου και θριάμβου. Το σύνολο των χωρών που
εκβιομηχανίστηκαν στο δέκατο ένατο αιώνα, παρέμειναν συλλογικά χώρες με τη μεγαλύτερη
συγκέντρωση πλούτου, οικονομικής και επιστημονικο-τεχνολογικής ισχύος στον πλανήτη, καθώς και
χώρες όπου οι άνθρωποι απολάμβαναν το υψηλότερο βιοτικό επίπεδο. Και στις δύο περιπτώσεις, η
απόσταση από τις άλλες χώρες ήταν μεγάλη. Προς τα τέλη του αιώνα, το γεγονός αυτό
συμψηφιζόταν, με το παραπάνω μάλιστα, με την αποβιομηχάνιση των χωρών αυτών και τη
μεταφορά της παραγωγής σε άλλες ηπείρους. Στο βαθμό αυτόν, η εντύπωση ότι ο παλιός
Ευρωκεντρικός ή «Δυτικός» κόσμος βρισκόταν σε πλήρη παρακμή ήταν επιφανειακή.
Πιο σημαντικός ήταν ο δεύτερος μετασχηματισμός. Μεταξύ του 1914 και των αρχών της δεκαετίας
του ’90, ο πλανήτης έγινε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό μια ενιαία επιχειρησιακή μονάδα, πράγμα
που δεν ήταν και δεν μπορούσε να είναι το 1914. Πράγματι, για πολλούς σκοπούς, ιδιαίτερα δε στο
πεδίο των οικονομικών υποθέσεων, ολόκληρος ο πλανήτης αποτελεί τώρα την πρωταρχική
επιχειρησιακή μονάδα, ενώ παλαιότερες μονάδες, όπως οι «εθνικές οικονομίες» που
προσδιορίζονταν από την πολιτική των εδαφικών κρατών, υφίστανται σήμερα τις περιπλοκές των
διεθνικών δραστηριοτήτων. Το στάδιο όπου έφτασε στη δεκαετία του ’90 η οικοδόμηση του
«παγκόσμιου χωριού» -η φράση αποτελεί εφεύρεση της δεκαετίας του ’60 (Macluhan, 1962)-
μπορεί να μη φανεί και τόσο προχωρημένο από παρατηρητές στα μέσα του εικοστού πρώτου
αιώνα, όμως έχει ήδη μεταμορφώσει όχι μόνο ορισμένες οικονομικές και τεχνικές δραστηριότητες
και τις δράσεις της επιστήμης, αλλά και σημαντικές πτυχές της ιδιωτικής ζωής, κυρίως με την
αφάνταστη επιτάχυνση των επικοινωνιών και των μεταφορών. Το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό
γνώρισμα στα τέλη του εικοστού αιώνα είναι ίσως η ένταση που υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτή την
επιταχυνόμενη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης και της ανικανότητας και των δημόσιων θεσμών
και της συλλογικής συμπεριφοράς των ανθρώπινων όντων να συμφιλιωθούν μ’ αυτήν. Είναι αρκετά
περίεργο το γεγονός ότι η ατομική ανθρώπινη συμπεριφορά δυσκολεύτηκε λιγότερο να
προσαρμοστεί στον κόσμο της δορυφορικής τηλεόρασης, του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, των
διακοπών στις Σεϋχέλλες και των μακρινών ταξιδιών.
Ο τρίτος μετασχηματισμός, που κατά ορισμένους τρόπους έχει επιφέρει και τις μεγαλύτερες
διαταραχές, είναι η αποσύνθεση των παλαιών προτύπων ανθρώπινων κοινωνικών σχέσεων που
έφερε μαζί της παρεμπιπτόντως η απότομη ρήξη των δεσμών μεταξύ των γενιών, με άλλα λόγια
μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος. Κι αυτό έγινε ιδιαίτερα αισθητό στις πιο ανεπτυγμένες
χώρες της δυτικής εκδοχής του καπιταλισμού, χώρες στις οποίες οι αξίες του απόλυτου
α-κοινωνικού ατομικισμού ήταν κυρίαρχες και στις επίσημες και στις ανεπίσημες ιδεολογίες,
μολονότι όσοι τις ασπάζονται συχνά λοιδορούν τις κοινωνικές τους συνέπειες. Παρ’ όλα αυτά, οι
τάσεις αυτές εντοπίζονται και αλλού ενισχυμένες από τη διάβρωση των παραδοσιακών κοινωνιών
και θρησκειών καθώς επίσης και από την καταστροφή ή αυτοκαταστροφή των κοινωνιών του
«υπαρκτού σοσιαλισμού».
Μια τέτοια κοινωνία που αποτελείται από μία κατά τα άλλα ασύνδετη συνάθροιση εγωκεντρικών
ατόμων τα οποία επιδιώκουν μόνο τη δική τους ικανοποίηση (είτε αυτή αποκαλείται κέρδος, ηδονή
ή άλλως πως) υπήρχε πάντα ως υπόρρητη υπόθεση στη θεωρία της καπιταλιστικής οικονομίας. Από
την Εποχή της Επανάστασης κιόλας, παρατηρητές όλων των πολιτικών αποχρώσεων προέβλεψαν τις
συνέπειες της αποδιάρθρωσης των παλαιών κοινωνικών δεσμών στην πράξη και παρακολούθησαν
τη διαδικασία αυτή. Οικείος μάς είναι ο εύγλωττος φόρος τιμής που αποδίδει το Κομμουνιστικό
Μανιφέστο στον επαναστατικό ρόλο του καπιταλισμού («Η αστική τάξη […] διέρρηξε αλύπητα τους
ετερόκλητους φεουδαρχικούς δεσμούς που προσέδεναν τον άνθρωπο με τους “φυσικά ανώτερούς”
του και δεν άφησε κανένα άλλο δεσμό μεταξύ ανθρώπου με άνθρωπο, παρά το γυμνό ατομικό
συμφέρον»). Αλλά στην πράξη, η νέα και επαναστατική καπιταλιστική κοινωνία δε λειτούργησε
ακριβώς έτσι.
Στην πράξη, η νέα κοινωνία λειτούργησε όχι με την ολοσχερή καταστροφή όλων όσων κληρονόμησε
από την παλαιά κοινωνία, αλλά προσαρμόζοντας επιλεκτικά την κληρονομιά του παρελθόντος προς
ίδια χρήση. Δεν υπάρχει «κοινωνιολογικό αίνιγμα» σχετικά με την ετοιμότητα της αστικής κοινωνίας
να εισάγει «έναν ριζοσπαστικό ατομικισμό στην οικονομία και […] να θρυμματίσει όλες τις
παραδοσιακές κοινωνικές σχέσεις στη διαδικασία αυτή» (δηλαδή όταν έμπαιναν εμπόδιο στο
δρόμο της), και την ίδια στιγμή να φοβάται το «ριζοσπαστικό πειραματικό ατομικισμό» στην
κουλτούρα (ή στο πεδίο της συμπεριφοράς και της ηθικής) (Bell, 1976, σ. 18). Ο πιο
αποτελεσματικός τρόπος για την οικοδόμηση μιας βιομηχανικής οικονομίας βασισμένης στην
ιδιωτική επιχείρηση ήταν να συνδυαστεί με κίνητρα -παρωθήσεις που δεν είχαν καμία σχέση με τη
λογική της ελεύθερης αγοράς- για παράδειγμα με την Προτεσταντική ηθική, με την αποχή από την
άμεση απόλαυση, με την ηθική της σκληρής εργασίας, με το οικογενειακό καθήκον και τους
οικογενειακούς δεσμούς εμπιστοσύνης, αλλά ασφαλώς όχι με την αντίνομη εξέγερση των ατόμων.