Ο Γιανναράς φλυαρούσε για την αγάπη, αλλά έπραττε το μίσος (αναδημοσίευση)

του Άκη Γαβριηλίδη

Σε πολλά σημεία στο διαδίκτυο, κατά τεκμήριο αξιόπιστα, (μεταξύ άλλων και στον ιστότοπο των εκδόσεων Ίκαρος, για παράδειγμα), παρατίθεται θαυμαστικά η παρακάτω διατύπωση του Χρήστου Γιανναρά:

Το νόημα της ζωής δεν μπορεί, ευτυχώς, να εντοπιστεί σε μια συνταγή, σε ένα δέον. Μπορούμε ποτέ να ζήσουμε τον έρωτα ακολουθώντας συνταγές, συμβουλές ή παραινέσεις; Το νόημα της ζωής, όπως ακριβώς και ο έρωτας, χαρίζεται σαν αντίδοτο στην άσκηση για την πραγμάτωση της ελευθερίας από το «εγώ».

Πέρα από την αφόρητη κοινοτοπία αυτού του ορθόδοξου life coaching, στην παραπάνω φράση, ο πανταχόθεν επαινούμενος μεταξύ άλλων για τα «υπέροχα ελληνικά» του θεολόγος κάνει ένα εμφανές γλωσσικό λάθος. Η λέξη αντίδοτο, ως γνωστόν, σημαίνει ένα φάρμακο που καταπολεμά μια πάθηση, ένα δηλητήριο κ.ο.κ. Τα αντίδοτα δεν «χαρίζονται», ούτε υπάρχουν αντίδοτα για ασκήσεις· η φράση δεν βγάζει νόημα.

Πιθανολογώ ότι η αρχική πρόθεση ήταν να χρησιμοποιηθεί ο όρος αντίδωρο. Με αυτή την αντικατάσταση, η φράση βγάζει νόημα –έστω ένα αρκετά φτωχό και απλοϊκό νόημα: το νόημα της ζωής δίνεται ως έπαθλο, ως επιβράβευση μιας προσπάθειας να απαλλαγούμε από το εγώ μας[1]. Ο καθένας βέβαια μπορεί να αξιολογήσει αν και σε τι του είναι χρήσιμη αυτή η χιλιοειπωμένη βουδιστική-new age συμβουλή/ συνταγή που δίνεται αμέσως μετά την απόρριψη των συμβουλών και των συνταγών.

Δεδομένου ότι το απόσπασμα αυτό προέρχεται από συνέντευξη σε ελληνοκυπριακό έντυπο, δεν θεωρώ απίθανο να χρησιμοποιήθηκε πράγματι αυτή η δεύτερη λέξη κατά την προφορική συζήτηση και ο δημοσιογράφος να την μετέφερε εσφαλμένα. Πλην όμως: πρώτον, οι συνεντεύξεις, ιδίως οι συνεντεύξεις συγγραφέων που μιλούν για βιβλία τους, είθισται –αν και δεν είναι υποχρεωτικό- πριν δημοσιευτούν να τίθενται υπόψη εκείνων που τις δίνουν για έναν τελευταίο έλεγχο· δεύτερον, και κυριότερον, το γεγονός ότι κανείς από τους θαυμαστές του Γιανναρά δεν αντιλήφθηκε τόσα χρόνια το λάθος που έχει αυτή η φράση, αλλά αντίθετα τόσοι πολλοί την αναπαρήγαγαν με ενθουσιασμό ως δείγμα της μεγάλης σοφίας του, δείχνει ότι ο Γιανναράς ήταν κυρίως «διάσημος λόγω της φήμης του»: ότι υπήρχε ήδη ένα κοινό έτοιμο να θαυμάσει με ανοιχτό το στόμα ό,τι ανοησία δει να συνδέεται με το όνομά του χωρίς να σκέπτεται γι’ αυτήν και να την πολυεξετάζει.

Εκτός των «καλών ελληνικών» του, ένα άλλο ρητορικό εύρημα που είδα με κάποια έκπληξη να επιστρατεύεται σε διάφορες ευνοϊκές (ή ευνοϊκώς ουδέτερες) νεκρολογίες για τον εκλιπόντα ήταν μία διάκριση ανάμεσα στον Γιανναρά «των επιφυλλίδων», οι οποίες «του εξασφάλισαν λάθος φίλους και λάθος εχθρούς» (τη διατύπωση αυτή είδα να την χρησιμοποιούν αρκετοί διαφορετικοί άνθρωποι, ενίοτε με τα ίδια σχεδόν λόγια), και τον φιλόσοφο ή/ και θεολόγο Γιανναρά.

Αυτός ο δυισμός είναι άκυρος και επιφανειακός, τόσο πρακτικά όσο και θεωρητικά. Όσοι τον επικαλούνται δείχνουν ότι έχουν μία εξωτερική και μηχανιστική αντίληψη για την πολιτική (και την) φιλοσοφία –ή για την πολιτική της φιλοσοφίας.

Οι επιφυλλίδες του Γιανναρά δεν ήταν κάτι εξωτερικό και επουσιώδες, ούτε ήταν κάτι που του το επέβαλε κανείς. Ο ίδιος πεισματικά και εμμονικά τις επιδίωξε, και συνέχισε να τις γράφει ακόμη και όταν δεν είχε τίποτε ουσιαστικό να πει και αναμασούσε τα ίδια και τα ίδια περί του «τέλους της Ελλάδας» κ.λπ.

Δεν ήταν καθόλου λάθος οι εχθροί και οι φίλοι που απέκτησε από τις επιφυλλίδες. Ποιο είναι το λάθος δηλαδή; Αυτές ήταν ο Γιανναράς ως δημόσιο πρόσωπο.

Και το πρόσωπο που προέκυπτε απ’ αυτές, χωρίς καμία εξαίρεση, ήταν γεμάτο μίσος. Και όλα τα υπόλοιπα αρνητικά πάθη, όπως θα έλεγε και κάποιος που έγραψε στον καιρό του μια Θεολογικο-πολιτική Πραγματεία, τα οποία αυτό συνεπιφέρει: αλαζονεία, περιφρόνηση, απαξίωση, μνησικακία. Χολή. Τις περισσότερες φορές τα γραπτά του δεν περιείχαν κανένα ορθολογικό, εμπειρικό ή οποιουδήποτε άλλου τύπου ελέγξιμο και συζητήσιμο ισχυρισμό ή επιχείρημα για την κοινωνία και την πολιτική. Μόνο μπινελίκια.

Αντί πολλών δυνατών παραδειγμάτων, θα παραθέσω εκτενή αποσπάσματα –συνιστώντας ταυτόχρονα στην αναγνώστρια να διαβάσει το σύνολο- από ένα άρθρο που είχε γράψει ο μακαρίτης λίγο πριν την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, με τον –ήδη ενδεικτικό- τίτλο «Oλοταχώς προς τη συμφορά». Έναν τίτλο, btw, που θα μπορούσε να είχε μπει και σε οποιαδήποτε άλλη επιφυλλίδα του.

Ακούνε οι Ελληνες τον κυρίως αυτουργό της πρόσφατης ιεροσυλίας (ασέλγειας στην ελληνικότητα της Μακεδονίας), πρωθυπουργό Τσίπρα, ή τους νηπιακά μωρόπιστους, προσήλυτους στην ιεροσυλία, βουλευτές (των ΑΝΕΛ ή του «ποτάμιου» αλαλούμ), τους ακούνε να αγλαΐζουν, με διθυραμβικές κενολογίες, την καθοδηγούμενη αυτοχειρία του Ελληνισμού. Και είναι σαν να διαβάζουν την Ιστορία τους με αντεστραμμένους τους ρόλους των ηρώων της

Ζούμε για πολλοστή φορά, τα ψηλαφητά συμπτώματα αρρώστιας μολυσματικής, σωστής λοιμικής, που τη λέμε αρχομανία, εξουσιολαγνεία. Προσοντούχοι συνάνθρωποι, αλλά και αδικημένες από τη φύση μετριότητες, κερδίζουν στη λοταρία της εμπορευματοποιημένης «δημοκρατίας» το λαχείο των εντυπώσεων και καταλαμβάνουν πόστο εξουσίας. Γεύονται την ηδονή και τη μέθη της δημοσιότητας, των τιμών, του πλούτου. Και υπερ-φρονούν ή παρα-φρονούν: αρρωσταίνουν βαρειά. Δέσμιοι εξάρτησης από τα παραισθησιογόνα της ανεξέλεγκτης ισχύος, δεν συστέλλονται όταν αυτοδιασύρονται με εξευτελιστικές παλινωδίες, βδελυρές ασυνέπειες, σαρδανάπαλες αλλαξοπιστίες.

Το παράδειγμα αυτό το επέλεξα τόσο για λόγους ύφους, όσο και για λόγους ουσίας.

Υπάρχουν μερικοί που θεωρούν «καλά ελληνικά» τη χρήση επιτηδευμένων βερμπαλισμών και λεκτικών πυροτεχνημάτων· θεωρούν «λεκτικό πλούτο» το να ανοίγουμε ένα λεξικό και να ψάχνουμε για ασυνήθιστες λέξεις προκειμένου να πούμε πολύπλοκα ό,τι μπορούμε να πούμε απλά. Για όλους εμάς τους υπολοίπους, η γλώσσα αυτή είναι άθλια. Ο άνθρωπος που συμβουλεύει την «αυθυπέρβαση του εγώ» είναι ο ίδιος βυθισμένος στον πιο απόλυτο αυτοθαυμασμό και ναρκισσισμό· ηδονίζεται να ακούει τον εαυτό του να μιλάει –όπως φαντάζεται- «ωραία» και «διαχρονικά» ελληνικά και να αισθάνεται ανώτερος από την αμόρφωτη πλέμπα.

Κατά δεύτερον: αν, στην ελληνική πολιτική, υπήρξε κάποιο συμβάν τις τελευταίες δεκαετίες που θα μπορούσε να αποκληθεί πράξη αγάπης, με οποιαδήποτε σημασία του όρου, αυτή προφανώς ήταν η συμφωνία των Πρεσπών. Μία πράξη καταλλαγής, που μετρίασε το μίσος και την καχυποψία και άνοιξε οδούς επικοινωνίας εκεί που προηγουμένως αυτές ήταν κλειστές.

Όπως αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι, τόσα χρόνια τώρα, καμία απολύτως καταστροφή δεν επήλθε, ολοταχώς ή βραδέως. Χωρίς φυσικά κανείς να μπει στον κόπο να κάνει την αυτοκριτική του που την προέλεγε με τόση βεβαιότητα.

Το γεγονός ότι ο «σημαντικός θεολόγος/ φιλόσοφος» όχι μόνο δεν κατάφερε να αντιληφθεί ότι επρόκειτο για μία πράξη καθαρής αγάπης και να την αγκαλιάσει, αλλά αντίθετα έπαθε πανικό και άρχισε να εκτοξεύει μύδρους για να συσκοτίσει την ατμόσφαιρα και έτσι να διατηρήσει την τυφλότητά του και να γλιτώσει από τη συνάντηση με το Πραγματικό, δείχνει ότι ήταν ένας υποκριτής που δεν πίστευε –ή/ και ένας ανόητος που δεν καταλάβαινε- όσα έλεγε.

Όταν λοιπόν μου λένε «μπορεί οι επιφυλλίδες του να ήταν αντιδραστικές, αλλά ήταν ενδιαφέρων ως θεωρητικός», τα ακούω βερεσέ. Όταν κάποιος κηρύσσει μία θεωρία αλλά, όταν έρθει ιστορικά η στιγμή να ενεργήσει σε συμφωνία με αυτήν, κάνει τα ακριβώς αντίθετα, τότε υπάρχει εγγενώς ένα πρόβλημα με την ίδια τη θεωρία του. Και με την ηθική του συνέπεια και εντιμότητα.

[1] Σημειώνω εδώ ότι αυτό το νόημα είναι το ακριβώς αντίθετο από το τελευταίο θεώρημα της Ηθικής του Σπινόζα, κατά το οποίο «η μακαριότητα δεν είναι η ανταμοιβή της αρετής, αλλά η ίδια η αρετή».

πηγή: https://nomadicuniversality.com/