Ένα βράδυ βγήκε αργά, λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Πρώτα έκατσε λίγη ώρα με κάτι φιλαράκια που είχαν παίξει “secret gig” και τώρα μαζεύανε καλώδια, ενισχυτές και όργανα, ενώ ταυτόχρονα πίνανε μια μπίρα να φύγει η ένταση του λάιβ. Αργότερα, αφού τους καληνύχτισε, πήγε στου Χάρη – είχε ζωντανή μουσική, οπότε ήταν ευκαιρία να τραβήξει φωτογραφίες και να διαφημίσει το μαγαζί και τις εκδηλώσεις του.
Αυτόν που έπαιζε εκείνο το βράδυ, τον συμπαθούσε· όχι τόσο για το ρεπερτόριο – αν και είχε κάποιες καλές στιγμές – όσο για την εργασιακή ηθική του. Μέγας καλλιτέχνης. Το πήγαινε πολύ σωστά το πλάνο. Το πρόγραμμα δεν τελείωνε ποτέ, στα τραγούδια που ερμήνευε, τόνιζε ό,τι ακριβώς χρειαζόταν ώστε ο πελάτης να ανάψει τσιγάρο και να παραγγείλει ακόμα μια γύρα για τον ίδιο και τους κολλητούς του, να πνίξουν τον καημό τους για “την πουτάνα τη ζωή που τους χρεώσανε”. Ενώ ο τροβαδούρος παίζει τη “Νεράιδα” του Σωκράτη Μάλαμα, τον κατεξοχήν ύμνο προς κάθε αντικείμενο πόθου, από κάτω οι νταλκαδιασμένοι κατεβάζουν τα premium ποτά φωνάζοντας “να πεθάνουν όλες οι γκιόσες” που “μας βγάζουν την ψυχή”. Όσο και αν προσπαθούσε, δεν έβγαζε άκρη.
Ο Χάρης, από την άλλη, ήταν ένα βήμα πριν καταρρεύσει. Εννοείται πως ήταν ευχαριστημένος, το λάιβ έφερε κόσμο και ο κόσμος ήπιε και παραήπιε, το ουίσκι και η βότκα έρρεαν άφθονα, οπότε στο κλείσιμο οι εισπράξεις θα τον ικανοποιούσαν. Για την ώρα πάντως αυτό το κλείσιμο δεν φαινόταν κοντινό. Πραγματικά, λες και όλους αυτούς που πίνανε, καπνίζανε και ρίχνανε παραγγελιές στον τραγουδιάρη με την κιθάρα, μάλλον δεν τους έψηνε η ιδέα να πάνε στα σπιτάκια τους, να φορέσουν τις πιζαμούλες τους, να κάνουν τον σταυρό τους ή τον διαλογισμό τους, και να ξεραθούν στον ύπνο. Αλήθεια, είναι τόσο ικανοποιημένοι από τη ζωή τους ώστε να μην μπορούν να μείνουν μόνοι σπίτι τους ή – ακόμα χειρότερα – με τον ή τη σύντροφό τους, τον άνθρωπο που η μαύρη μοίρα ξέβρασε στο πλάι τους να μοιράζονται ματαιώσεις, και να θυμίζουν ο ένας στον άλλο τις ανεπάρκειές τους; Έστω κι έτσι, ο Χάρης και τα γκαρσόνια τι τους χρωστάγανε να κοντεύουν να προσκυνήσουν από τη νύστα, και να πρέπει να τους σερβίρουν σβέλτα και χωρίς λάθη τις παραγγελίες τους;
Τι να πεις για τα παιδιά που δουλεύουν στα καφέ, στα μπαρ και γενικά στα ξενυχτάδικα. Εκεί που οι άνθρωποι πηγαίνουν για να διασκεδάσουν, να πιούν και να φλερτάρουν. Άλλοι για επιδείξουν τον πλούτο τους και το πόσο υπεράνω είναι. Κάποιοι άλλοι για να δείξουν ότι και αυτοί υπάρχουν, και κάποιοι για να μην τους σαλέψει από την απελπισία και τη μοναξιά. Οι άνθρωποι που δουλεύουν εκεί όπου άλλοι διασκεδάζουν, είναι υποχρεωμένοι να διαχειρίζονται τις παραξενιές και τις παράλογες απαιτήσεις κακότροπων πιωμένων· ανθρώπων που δέχονται χαστούκια την ημέρα και τη νύχτα ελπίζουν να πάρουν τη ρεβάνς από όπου βρουν. Ευτυχώς ο Χάρης δεν καταλαβαίνει από νταηλίκια και δεν δέχεται κακή συμπεριφορά απέναντι στο προσωπικό. Επεμβαίνει έγκαιρα και βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Αλλά και πάλι, τα γκαρσόνια δεν επιτρέπεται να αφήσουν τις έννοιες τους να τα παρασύρουν την ώρα που εξυπηρετούν. Μέρος της δουλειάς είναι να κρατηθεί εκείνη η ισορροπία που είναι απαραίτητη ώστε και οι πελάτες να διασκεδάζουν ανενόχλητοι, αλλά και να μην ξεπερνιόνται τα αχνά, αλλά πέρα για πέρα υπαρκτά όρια.
Αυτά σκεφτόταν και ούτε που κατάλαβε για πότε κατέβασε το σφηνάκι με τεκίλα. Μέγα λάθος, σκέφτηκε παβλοφικά μόλις ένιωσε το κάψιμο να κατεβαίνει στα σωθικά του. Ακόμα και τις εποχές που έπινε, λες και δεν υπήρχε αύριο, καταλάβαινε ότι δεν το σήκωνε το ποτό. Τώρα που έπινε αραιά και που, τον χτύπαγε στο κεφάλι αμέσως. Πλήρωσε τον Χάρη, αλλά αντί να πάει για ύπνο, που θα ήταν το πιο φρόνιμο, πήγε αλλού. Πήρε τον δρόμο της κεντρικής αγοράς, έστριψε αριστερά στο Διαολοπάζαρο και κατευθύνθηκε προς το “Νταχάου”. Δεν έψαχνε για περισσότερο αλκοόλ, η γλυκιά ζάλη μετά το σφηνάκι κρατούσε ακόμη και ήθελε να την χαρεί όσο περισσότερο μπορούσε· αν είχε πάει κατευθείαν προς το σπίτι, τότε η ευδαιμονία της μέθης θα είχε μετατραπεί σε θλίψη και δεν ήταν για τέτοια. Ένα μπαρ με δυνατή ροκ μουσική ήταν το ιδανικό μέρος ώστε να σβήσει το φτιάξιμο ανώδυνα και πάνω απ’ όλα, δίχως δράματα.
Το αναψυκτικό, τα πικάντικα πατατάκια μαζί με μπόλικο νερό ήταν ό,τι έπρεπε. Αφού συνήρθε αρκετά, πλήρωσε, καλημέρισε, μιας και κόντευε να ξημερώσει, και έφυγε επιτέλους για το σπίτι. Εκεί, αφού ξεντύθηκε, έριξε ένα αναβράζον παυσίπονο να διαλυθεί σε ένα μικρό φλιτζάνι με νερό. Το ήπιε μονορούφι και ικανοποιημένος έπεσε στο κρεβάτι για να κοιμηθεί τον, δυστυχώς, πάντα ανήσυχο ύπνο του ξενύχτη. Μικρό το κακό. Την άλλη μέρα θα ήταν κομμάτια, αλλά σίγουρα δεν θα είχε πονοκέφαλο. Και αυτό ήταν κάτι.
Κ.Μ.