Πρόσφατα διάβασα το άρθρο του Αλέξανδρου Παπαγεωργίου στο luben προ διετίας. Το άρθρο γράφτηκε με αφορμή το τότε σήριαλ του Μάρκου Σεφερλή στον Αντέννα και τον σάλο που ξεσήκωσε με τον κακοποιητικό λόγο που χαρακτήριζε τους διαλόγους του. Στην ουσία, θέμα του άρθρου ήταν το φαινόμενο των Cultural Wars. Πέραν του ότι πραγματικά απόλαυσα την ανάγνωση του μακροσκελούς άρθρου με τον πλούσιο λόγο και την γερά δομημένη επιχειρηματολογία, προβληματίστηκα αρκετά. Στο παρόν, δικό μου, άρθρο καταγράφω σκόρπια κάποιες σκέψεις μου.
Στη λεγόμενη woke κουλτούρα υπάρχουν πράγματα που ενστερνίζομαι και πράγματα που απορρίπτω. Σαφώς υποστηρίζω την απόρριψη του κακοποιητικού λόγου και την δημόσια έκφραση μίσους προς οποιαδήποτε ομάδα ανθρώπων. Εντάξει, αντιπαθώ τους Βλάχους αλλά τι να κάνουμε, αναγνωρίζω το ελάττωμά μου και σκοπεύω να το διορθώσω. Γυρνώντας στο θέμα μας, ορθά πρέπει να βουτάμε τη γλώσσα στο μυαλό μας προτού μιλήσουμε και μάλιστα δημόσια. Βέβαια, δεν πιστεύω ότι η αποφυγή λέξεων εξαφανίζει το μίσος, αλλά δεν βλάπτει κιόλας.
Στο Σύνταγμα λέει ότι η κατασταλτική λογοκρισία – δηλαδή, το να διατάξει δικαστικός λειτουργός την κατάσχεση φύλλων εφημερίδας, περιοδικών, βιβλίων και άλλων εντύπων – επιτρέπεται όταν θίγεται το πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας, όταν προσβάλλεται η δημοσία αιδώς και όταν θίγονται τα χρηστά ήθη. Βάση αυτής της λογικής στο μακρινό 1991 ένας εισαγγελέας διέταξε την κατάσχεση κάθε αντίτυπου ενός τεύχους του περιοδικού Κλικ που όλο ήταν αφιερωμένο στο σεξ. Τι πέτυχε; Μας έκανε όλους και όλες να τρέξουμε να προμηθευτούμε ένα αντίτυπο πριν τα μαζέψουν όλα• ο Κωστόπουλος θησαύρισε και το περιοδικό έγινε πασίγνωστο. Από την άλλη, τα βιβλία του Τσαρλς Μπουκόφσκι είναι γεμάτα καφρίλα, ανακατωμένη με εκρήξεις λυρισμού. Δεν είδα κανέναν να τον κάνει κάνσελ και χαίρομαι πολύ γιαυτό.
Σαφώς δικαιούμαστε να μιλάμε όταν κάτι μας ενοχλεί, ακόμη και σε ένα έργο τέχνης. Ξέρω ανθρώπους που πιστεύουν ότι η χρήση γυμνού ή/και ερωτικών σκηνών είναι μια εύκολη, φτηνή λύση είτε να προκαλέσεις ντόρο γύρω από μια ταινία ή να γεμίσεις χρόνο, δηλαδή ένδειξη ότι έχεις στερέψει από ιδέες. Τείνω να συμφωνήσω αλλά δεν έχει τόση σημασία, δεν με ενοχλεί ιδιαίτερα. Αυτό που με ενοχλεί, είναι ότι προκριμένου να ασχοληθούν πολλοί καλλιτέχνες με θέματα του συρμού – το γράφω και ως καλό αλλά και ως κακό – φαίνονται να εξαντλούν την όποια δημιουργικότητά τους στην επιλογή του θέματος, άντε και σε δυο βασικά σημεία. Μολαταύτα, αυτή η άποψη μοιάζει να μην βρίσκει σύμφωνους πολλούς, μάλιστα με αρκετούς φίλους μου έχω διαφωνήσει πάνω στο τι είναι όμορφο και τι όχι. Η καλή φίλη και σπουδαία ζωγράφος Έφη Λιαροκάπη στην πρόσφατη αναδρομική της έκθεση τόνισε πως η έννοια του ωραίου με τα χρόνια μεταβάλλεται και ταυτόχρονα διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο. Σαφώς το επιχείρημά της στέκει και με το παραπάνω, άλλωστε αυτό λέει και όλη η τέχνη μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο. Φυσικά, υπάρχει και ο Καντ που, αν έχω καταλάβει ορθά, υποστήριζε πως ωραίο μπορεί να χαρακτηριστεί ότι μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοιο σε κάθε περίπτωση.
Ξέφυγα πάλι, αλλά κι αυτό έχει την ομορφιά του. Η επίδραση της πολιτικής των ταυτοτήτων μπορεί να επηρεάσει την μελέτη του παρελθόντος, αλλά όχι αξιολογικά. Είναι θεμιτό να θέτουμε νέα ερωτήματα ερευνώντας παλαιότερες εποχές. Για παράδειγμα, η τάση της κοινωνικής ιστορίας ώθησε τους ιστορικούς να παραμερίσουν τους Μεγάλους Άνδρες και να στραφούν στον απλό λαό, στις γυναίκες κλπ. Έτσι και τώρα, λαμβάνοντας υπόψη τη ρευστότητα του φύλου, μπορούν να τεθούν αντίστοιχα ζητήματα προς έρευνα. Λόγου χάρη, μια πρόσφατη μελέτη με θέμα τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Ηλιογάβαλο, κάνει λόγο για ιστορική καταγραφή ανθρώπου και μάλιστα επώνυμου με δυσφορία φύλου. Για την ιστορία όντως ο συγκεκριμένος αυτοκράτορας φορούσε γυναικεία ενδύματα, ζητούσε να του απευθύνονται ως σε γυναίκα και, φαίνεται, προσπάθησε να αλλάξει το φύλο του με τεχνητά μέσα.
Δεν με ενοχλεί να ακυρώνεται το μίσος. Με ενοχλεί το να ακυρώνονται άνθρωποι επειδή έχουν προβληματικές θέσεις. Δεν μιλάω για πολιτικούς, αλλά για ανθρώπους άσχετης ιδιότητας, τη στιγμή ειδικά που με το έργο τους δεν υποκινούν μίσος ή δεν επιχειρούν να πλουτίσουν, κερδίσουν απήχηση χλευάζοντας ανίσχυρους.
Τέλος, ενοχλητικό είναι να υποτιμούμε το λαϊκό ως χυδαίο και να βαυκαλιζόμαστε ως τάχα καλλιεργημένοι, ψαγμένοι και “ξεχωριστοί”. Το να χρησιμοποιείς την τέχνη για αυτοεπιβεβαίωση – ειδικά την τέχνη που ασκούν τρίτα πρόσωπα – είναι από μόνο του προβληματικό αν όχι κάτι άλλο. Λαϊκή τέχνη έκανε και ο ζωγράφος Θεόφιλος, για να μην μιλήσουμε για την αγάπη των Θεοδωράκη και Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο και το λαϊκό μας τραγούδι εν γένει. Τι σχέση έχει ο Σεφερλής με όλα αυτά;
ο Τοποτηρητής