Επιλέξατε τη σιωπή ως σημείο που συνδέει τις ιστορίες του νέου βιβλίου συνειδητά και εξαρχής ή είναι κάτι που προέκυψε τυχαία; Μπορούμε να μιλάμε για “τυχαίο” σε ό,τι αφορά στην έμπνευση του λογοτέχνη, γενικά του καλλιτέχνη;Υπάρχει πάντα μια εσωτερική φλόγα που σε ωθεί να γράψεις. Ακόμη και αν δεν νιώθεις να φλέγεσαι, σίγουρα κάτι σιγοκαίει μέσα σου. Στη δική μου περίπτωση σιγόκαιγαν όλες οι σιωπές της παιδικής μου ηλικίας. Δύο ολόκληρα χρόνια έβαζα σε λέξεις, χωρίς να το έχω συνειδητοποιήσει, όλες τις σιωπές που με στοίχειωναν από παιδί: τον σιωπηρό φόβο της τιμωρίας από τους γονείς και τον δάσκαλο, τη σιωπηλή αποδοχή της εξουσίας των μεγάλων, την ανείπωτη θλίψη των γυναικών που έβλεπα να περνούν σκυφτές δίπλα μου. Όλες αυτές οι θαμμένες σιωπές ζητούσαν επίμονα να μιλήσουν. Υπό αυτή την έννοια θεωρώ ότι τίποτα δεν είναι «τυχαίο» στην τέχνη.
Η σιωπή φαντάζει ως κάτι δυσάρεστο. Πιστεύετε ότι ισχύει κάτι τέτοιο; Στις ιστορίες της “Μούτας” πώς λειτουργεί; (ειδικά σε σχέση με τους ήρωες).Είναι αλήθεια ότι στα διηγήματα της «Μούτας» η σιωπή συνδέεται με αρνητικά συναισθήματα και καταστάσεις. Αφορά τον φόβο της κοινωνικής διαπόμπευσης ή του χλευασμού (Τον θέλω ακόμα, Αγόρω), την οργή και την αγανάκτηση που μπορεί να οδηγήσει σε βίαιες πράξεις (Η Μούτα),τον φόβο της αποκάλυψης ενός ένοχου οικογενειακού μυστικού (Το Κουκούλι), τη συστολή ή την ενδοστρέφεια στην οποία εξαναγκάζεται η γυναικεία φύση. Η σιωπή είναι μια γνώριμη και συγχρόνως άβολη συνθήκη για τους χαρακτήρες μου. Και αυτό έχει να κάνει φυσικά με το περίκλειστο περιβάλλον στο οποίο ζουν. Το ότι εγώ επέλεξα να παρουσιάσω τη σιωπή ως μια δυσάρεστη κατάσταση, δεν σημαίνει φυσικά ότι τα πράγματα είναι πάντα έτσι.
Οι πατριαρχικές δομές και αντιλήψεις είναι κραταιές στις ιστορίες και στα δυο βιβλία σας. Στο σήμερα, παρά την αναντίρρητη πρόοδο πολλών ανθρώπων (κυρίως νέων), οι αλλεπάλληλες γυναικοκτονίες μας επαναφέρουν σε μια δυστοπική πραγματικότητα. Παρακαλώ μοιραστείτε μαζί μας τις σκέψεις σας γι’ αυτό το ζήτημα.Και στα δύο βιβλία μου («Κόμπο τον Κόμπο», «Η Μούτα και άλλες ιστορίες») θέλησα να δώσω φωνή σε γυναίκες που η ανδροκρατούμενη κοινωνία της εποχής τους τις κακοποιεί είτε λεκτικά είτε σωματικά καταδικάζοντάς τες στη σιωπή και τη στέρηση. Οι ηρωίδες μου είναι συχνά θύματα έμφυλης βίας: η γιαγιά Πελαγία (Τον θέλω ακόμα) αναγκάζεται να παντρευτεί έναν χήρο με τρία παιδιά γιατί απώλεσε την παρθενία της, το νεογέννητο παιδί της Ελένης (Το ρέμα της Μούργας) δολοφονείται από τον σύζυγό της γιατί είναι καρπός παράνομου έρωτα, η Αγόρω (Αγόρω) γίνεται όργανο της αποτροπής του κακού, που είναι η γέννηση άλλων θηλυκών μελών στην οικογένεια και τελικά χάνει την ταυτότητά της, καθώς δεν της επιτρέπουν να είναι ούτε κορίτσι ούτε αγόρι. Αυτά που συμβαίνουν στις ιστορίες μου δεν αφορούν ένα παρελθόν που πέρασε ανεπιστρεπτί, γιατί το τραύμα της έμφυλης βίας βιώνεται επώδυνα από πολλές γυναίκες στη σημερινή κοινωνία και μας αφορά όλους.
Μια ερώτηση πιο εξειδικευμένη σε θέματα τεχνικής, αν θέλετε: το νέο σας βιβλίο μοιάζει να διαθέτει υβριδικό χαρακτήρα. Περιλαμβάνει ιστορίες που ανήκουν στον χώρο του φανταστικού, άλλες με αυτοβιογραφικό χαρακτήρα (Κάτω από τη Μουριά, Ο θείος Αγησίλαος) και υπάρχει και η ιστορία του Σιαμαντάκα στην οποία συμπλέκεται η μυθοπλασία με την τοπική παράδοση; Αντικατοπτρίζει αυτό κάποια τάση στον χώρο της λογοτεχνίας διεθνώς; Επίσης, έχω την εντύπωση ότι επιλέξατε την ιστορία του Σιαμαντάκα, διότι θέλετε να πείτε κάτι περισσότερο, έτσι όπως διαφέρει ως προς τις άλλες ιστορίες στις οποίες πρωταγωνιστούν γυναίκες.
Η αξιοποίηση της τοπικής παράδοσης, των λαϊκών μύθων, των ιδιωμάτων ή της μικροϊστορίας ενός τόπου απηχεί οπωσδήποτε μια μεταμοντέρνα κοσμοαντίληψη στον χώρο της λογοτεχνίας. Στα πλαίσια αυτά γράφονται κείμενα που η σχέση ανάμεσα στο μυθοπλαστικό και το πραγματικό αμφισβητείται. Στην ιστορία του Σιαμαντάκα εγείρονται από την αρχή κιόλας του διηγήματος υποψίες για τη ρευστή σχέση ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα, όταν ο αφηγητής λέει: «Η ασυμφωνία [των πηγών],…, μου δίνει τη δυνατότητα να τις παρακάμψω, εστιάζοντας σε σημαντικές λεπτομέρειες της ζωής του, άγνωστες στην ιστορία.» Ωστόσο, πέρα από αυτό το ωραίο παιχνίδι της γραφής, το να γράφεις δηλαδή, όπως έλεγε ο Μπόρχες, «τροποποιώντας ή παραποιώντας (καμιά φορά χωρίς αισθητική δικαιολογία) τις ιστορίες των άλλων», θέλησα με το διήγημα τούτο να αναδείξω και την ισχύ του αντρικού λόγου στις πατριαρχικές κοινωνίες. Ο Σιαμαντάκας βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα των σιωπηλών ηρωίδων μου. Θρασύς και περήφανος διεκδικεί από τον δήμιό του, τον πασά του Μαργαριτίου, την πραγματοποίηση της τελευταίας του επιθυμίας: να χορέψει με τη συνοδεία οργάνων μπροστά στο πλήθος. Με τη θρασύτητα της φωνής του κατορθώνει να κερδίσει τελικά τη ζωή επιβάλλοντας τους δικούς του κανόνες.
Μια ερώτηση γενικής φύσης: τι σας ώθησε να κάτσετε να γράψετε ιστορίες εξ αρχής; Ποια ήταν η αφορμή; Θα θέλατε να δοκιμάστε κάποιο διαφορετικό είδος από το διήγημα πχ μυθιστόρημα, ποίηση κλπ;
Η ενασχόλησή μου με τη γραφή ήρθε σε μια περίοδο της ζωής μου που λόγω των καθημερινών υποχρεώσεων αισθανόμουν ότι έπρεπε να κάνω μια επανεκκίνηση, να επαναπροσδιορίσω τη σχέση μου με την πραγματικότητα. Το όφειλα στον εαυτό μου. Ξεκίνησα να γράφω διηγήματα, γιατί το διήγημα είναι το είδος που πιστεύω πως μου ταιριάζει περισσότερο. Μου αρέσει να εστιάζω το βλέμμα μου στη λεπτομέρεια, σε ένα άτομο, σε ένα περιστατικό και στη συνέχεια να το αναδεικνύω μεγεθύνοντάς το, όπως ακριβώς απαιτεί το διήγημα. Η λιτότητα, η συμπύκνωση είναι βασικά χαρακτηριστικά του διηγήματος που το φέρνουν πιο κοντά στην ποίηση. Αν ποτέ δοκίμαζα κάποιο άλλο είδος, πράγμα μάλλον απίθανο, ίσως αυτό να ήταν η ποίηση.
Το πρώτο σας βιβλίο “Κόμπο στον κόμπο” είχε απήχηση, λαμβάνοντας παράλληλα μια υποψηφιότητα (Βραβείο Μένη Κουμανταρέα της Εταιρίας Συγγραφέων) και το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Πεζογράφου από το διαδικτυακό περιοδικό Αναγνώστης. Πέρα από τη φυσιολογική ικανοποίηση, σας προσέθεσε κάποιο άγχος αυτή η ανταπόκριση;
Οπωσδήποτε υπήρχε η αγωνία του αν θα μπορέσω να ανταποκριθώ στις προσδοκίες που είχε δημιουργήσει το πρώτο μου βιβλίο. Θυμάμαι για καιρό να κουδουνίζει στα αυτιά μου η φράση που είχε γράψει στην κριτική του για το βιβλίο μου ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου: «μένει να δούμε πώς θα συνεχίσει…» Ευτυχώς, αυτό δεν λειτούργησε ανασταλτικά. Αλλά και τώρα που εκδόθηκε η δεύτερη συλλογή διηγημάτων μου, «Η Μούτα και άλλες ιστορίες», σκέφτομαι με αγωνία ποιο θα είναι το επόμενο βήμα. Ο συγγραφέας δεν σταματά ποτέ να τρώγεται με τα ρούχα του.
Τι συμβουλή θα δίνατε σε ένα νέο αγόρι ή κορίτσι που επιθυμεί να γράψει;
Θα του έλεγα να διαβάζει φανατικά άλλους συγγραφείς. Να τους διαβάζει δημιουργικά για να μαθαίνει από αυτούς. Να δίνει χρόνο στον εαυτό του για να αφομοιώσει τα όσα διαβάζει και να μην γράφει ποτέ επειδή θέλει να γίνει αρεστός στους άλλους.
Τα βιβλία της Δήμητρας Λουκά “Κόμπο τον κόμπο” και “Η Μούτα και άλλες ιστορίες” (Εκδόσεις Κίχλη και τα δύο) μπορείτε να τα βρείτε σε όλα τα βιβλιοπωλεία.
Κώστας Μαζιώτης