Κι όμως είναι αλήθεια! Εκεί που είχα δεχτεί πως δεν θα ξανάχω νέα του, ο Νυχτοκρώλης ήρθε και με επισκέφτηκε. Τον αγκάλιασα, τον έβρισα για την εξαφάνιση και παρήγγειλα καφέδες. Να τι μου είπε:
Αδερφέ, έχω ξενερώσει. Πολύ άσχημα. Είχα πολύ καιρό να βγω βράδυ. Πού να βγω ρε φίλε, πλάκα μου κάνεις; Με τι λεφτά, με ρωτάς αν μου περισσεύουν; Πάνω που πήρα αύξηση και είπα, γιναμε!, τσακ, πάρε αύξηση σούπερμάρκετ, ρεύμα και τα σχετικά. Αστα, είμαστε πατούρα. Έχω κόψει σπότιφαι, σινόμπο και μίξκλαουντ, Με το ζόρι κρατάω το κοσμοτέ, για την αρρώστια. Καλά, μη σχολιάσουμε, τι πάθαμε καλοκαιριάτικα από τα καφενεία…άσε με βλέπω φέτος καθε βδομάδα με ζάναξ και πιεσόμετρο…γάμησέ τα. Που λες, παντού ακρίβεια, να βγω να πάω που, να κάνω τι, μια μπίρα και γειά σας; Γίνονται αυτά τα πράγματα. Σε παρακαλώ πολύ. Τέλος πάντων, κάπως έγινε, μου μείναν κάτι από φιλοδώρημα, μη στα πολυλογώ, βγήκα μέσα Αυγούστου. Αδερφέ, τι νίλα ήταν αυτή; Ζέστα; Να κολλάει από την υγρασία το ρούχο, να στάζει ιδρώτας; Πω ρε φίλε, σου λέω, την κάτσαμε άσχημα. Και τίγκα κόσμος και να μην ξέρω κανέναν! Ρε πού πήγαν όλοι; Θα μου πεις, εσύ αν δεν μάζευες από τα τιπς, θα έβγαινες; Τέσσερα ευρώ η φτηνότερη μπίρα και άμα σ’ αρέσει. Και αυτή η κωλοζέστη δεν παλεύεται, αδερφούλη…μου πειράζει το μυαλό και για να ρθω στα ίσα μου βάζω νακούσω το Μπλακ Άλμπουμ από Μετάλικα, Γουερέβερ άι μέι ρόαμ, Δι Ανφοργκίβεν κι έτσι. Α καλά, δισκάρα μεγάλη! Βάλε νακούσεις, να γουστάρεις. Σαφήνω τώρα. Φχαριστώ για τον καφέ. Το νου σου!
ο Νυχτοκρώλης