Η Ευανθία Χαριτοπούλου γεννήθηκε το 1984 και κατάγεται από την Τρίπολη Αρκαδίας. Σπούδασε νομική στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη φιλοσοφία δικαίου. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Η συλλογή διηγημάτων Όμως η σάρκα ακόμα απαλή (Εκδόσεις ενύπνιο, 2023) είναι το πρώτο της βιβλίο και αποτελείται από δεκατρία διηγήματα σχετικά μικρής έκτασης στην πλειοψηφία τους. Ο θεματικός τους άξονας είναι ο έρωτας και η απώλειά του. Συναντάμε μια ποικιλία μορφολογικών και υφολογικών προσεγγίσεων.
Έτσι, στα δύο πρώτα διηγήματα «Sine qua non» και «Πακέτα δώρων» κυριαρχεί η πρωτοπρόσωπη εξομολογητική αφηγήτρια που στην πρώτη περίπτωση αναπολεί σύντομους φοιτητικούς έρωτες και στη δεύτερη περιγράφει την προσπάθειά της να απεγκλωβιστεί από ένα μάλλον τραυματικό παρελθόν στο πλαίσιο μιας δυσλειτουργικής οικογένειας και να θεμελιώσει μια σχέση με έναν διαζευγμένο άνδρα με μικρό παιδί. Ενώ, το μικροδιήγημα «Πρωτόκολλο επαφής» απηχεί την ασφυκτική ατμόσφαιρα εγκλεισμού την περίοδο της καραντίνας εμπλουτίζοντας την πρωτοπρόσωπη αφήγηση με έναν μικρό εναρκτήριο διάλογο.
Στη συνέχεια, με το «Wifi ενεργό» περνάμε σε μια συνθετότερη αφήγηση όπου η τριτοπρόσωπη μινιμαλιστική περιγραφή εναλλάσσεται με τον αφαιρετικό διάλογο και την εξομολογητική πρωτοπρόσωπη φωνή παρουσιάζοντας αποξενωμένες σχέσεις μεταξύ ανώνυμων ανδρών και γυναικών που εκφράζονται πιο ειλικρινά μέσω διαδικτυακών μηνυμάτων. Η γυναικεία ανάγκη μιας βαθύτερης επικοινωνίας έρχεται σε αντίθεση με την ανδρική επιθυμία σαρκικής εκτόνωσης, όπως στο διάλογο μεταξύ ενός νεαρού επίδοξου ποιητή και μιας μεγαλύτερής του γυναίκας:
Θα χύσω για πάρτη σου πάνω στις λευκές σελίδες μου.
Όταν χύνεις, χύνεις με το σώμα ή με την ψυχή σου;
Απλώς χύνω.
Στο «Δεύτερο όνομά μου» συναντάμε μια πιο κλασσικότροπη τριτοπρόσωπη αφήγηση της νεόκοπης σχέσης μιας Σοφίας κι ενός Παναγή που ξεκίνησε από το Facebook. Βλέπουμε και εδώ τη σύγκρουση μεταξύ της γυναικείας επιθυμίας για μεγαλύτερη εγγύτητα και της ανδρικής απόρριψης απέναντι στη δέσμευση:
Χρειάζεσαι καλαμάκι; τον ρώτησε και κείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Δεν απαντάς σε καμία ερώτηση που δε σου αρέσει; Οι ερωτήσεις συνοδεύονται από περιττά βάρη και συναισθηματισμούς, της εξήγησε, και γω έχω ανάγκη να αισθάνομαι ανάλαφρος.
Στο «Αυτοερωτικό» η ψυχρή τριτοπρόσωπη αφήγηση αιματηρών καρέ με άγρια ζώα που κατασπαράσσουν τη λεία τους εναλλάσσεται με μια θερμή δευτεροπρόσωπη ποιητική αναπόληση ωραίων χαμένων ερωτικών στιγμών, έντονα επηρεασμένη από την ερωτική ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, εκφράζοντας την ακραία αντίθεση του κυνικού μοναχικού παρόντος με ένα εξιδανικευμένο ρομαντικό παρελθόν.
Το «Ψάθινο φωτιστικό» είναι μια σχετικά σπάνια περίπτωση διηγήματος που στηρίζεται εξ ολοκλήρου στη δευτεροπρόσωπη αφήγηση. Η ανώνυμη αφηγήτρια απευθύνεται στον ίδιο της τον εαυτό εκφράζοντας την υπαρξιακή της κενότητα για την οποία αδυνατεί να βρει θεραπεία στον έρωτα ή ακόμα και στην τέχνη:
Απλώνεις το χέρι σου και πιάνεις το σημειωματάριο, την πένα. Χαράσσοντας διάφορα ορνιθοσκαλίσματα, γράφεις μερικές προτάσεις, ίσως κάποια άλλη γράφει αντί για σένα. Μόλις ξαναδιαβάζεις ό,τι έγραψες δεν το αναγνωρίζεις, δε μοιάζει να ‘ναι κάτι δικό σου.
Στο «Μια λέξη συναισθηματική» επιστρέφουμε στην τριτοπρόσωπη αφήγηση αλλά, αυτή τη φορά, από μια ανδρική οπτική γωνία. Ο μοναχικός και διαταραγμένος Ανδρέας δολοφονεί μια γυναίκα στο πλαίσιο μιας περιστασιακής συνεύρεσης έχοντας παραφρονήσει μετά από μια ερωτική απογοήτευση.
Το «Let’s kiss» αποτελείται από διαδοχικές ημερολογιακές καταγραφές ονείρων που αποκαλύπτουν διάφορα ερωτικά απωθημένα:
Σκέφτομαι τη μαυροφορεμένη γυναίκα που σκύβει να πιει νερό στη μεγάλη γούρνα. Η πέτρα, καυτή από τη ζέστη, της καίει τους μηρούς. Το νερό βρώμικο, κιτρινισμένο, ανάμεικτο με λάσπη και μικρά φύλλα. Γεμίζει τη χούφτα της και τη φέρνει στο στόμα. Ξεδιψάει. Το υγρό στο ποτήρι σου κίτρινο κι αυτό, ακριβώς όπως το άφησες. Φέρνω στα χείλη μου μια γουλιά και τη φτύνω αμέσως. Σε γεύομαι.
Στο «Άγνωστο σώμα» επιστρέφουμε σε μια πιο κλασσικότροπη τριτοπρόσωπη αφήγηση όπου μια γυναίκα ξυπνά ξαφνικά στο κρεβάτι ενός περιστασιακού εραστή της ο οποίος έχει αποχωρήσει. Η αποξένωση και η αδυναμία μιας ουσιαστικής ερωτικής επαφής αποτελούν κι εδώ τα γνώριμα θεματικά μοτίβα:
Μέσα σε μια ξύλινη σκαλιστή κοσμηματοθήκη βρήκε διάφορα χειρόγραφα σημειώματα που όλα ξεκινούσαν ως εξής: «Αγάπη μου». Η λέξη της προκαλούσε δυσφορία κάθε φορά που τη διάβαζε. Σκέφτηκε πως πρόκειται για μια λέξη απελπισμένη, που οι εραστές δεν θα έπρεπε να επιτρέπεται να χρησιμοποιούν, αλλά ούτε και κανένας άλλος.
Οι «Παραλλαγές μου» βασίζονται μορφολογικά στα επιστολικά μυθιστορήματα του δεκάτου ογδόου αιώνα, οπότε και τοποθετείται η δράση τους. Ένας φιλάσθενος μεσήλικας αριστοκράτης περιγράφει μέσω διαφόρων επιστολών του σε κάποιον φίλο του τη σχέση του με έναν ανήλικο μουσικό, μαθητή του Μπαχ. Ο ώριμος άνδρας αρχικά θαυμάζει τον νεαρό για την μουσική του επιδεξιότητα κι έπειτα αναπτύσσει ένα ανομολόγητο πάθος για εκείνον.
Το «Μόνοι μαζί» που ακολουθεί είναι ουσιαστικά ένα μικρό θεατρικό μονόπρακτο όπου ένα ανώνυμο ανδρόγυνο βρίσκεται μόνο σε έναν απροσδιόριστο τόπο και συνδιαλέγεται σχετικά με το νόημα του έρωτα. Εδώ η γραφή είναι έντονα επηρεασμένη από την αφαιρετικότητα και την επαναληπτικότητα του θεατρικού λόγου του νομπελίστα Νορβηγού δραματουργού Γιον Φόσε.
Το βιβλίο κλείνει με το ομότιτλο επιγραμματικό μικροδιήγημα όπου η αφηγήτρια περιγράφει την μεταθανάτια συνάντησή της με τον μοιραίο αγαπημένο της:
Όταν πεθάνω θέλω το σώμα μου να ανήκει σε εκείνον που το τραυμάτισε περισσότερο. Όταν πεθάνω θέλω ο λαιμός μου να είναι τεντωμένος προς εκείνον που τον έσφιξε με τα χέρια του πιο δυνατά από όλους.
Συνολικά, το Όμως η σάρκα ακόμα απαλή είναι ένα αξιοπρόσεκτο, καλοδουλεμένο λογοτεχνικό ντεμπούτο που μαρτυρά τη φιλαναγνωσία της συγγραφέως και προδιαθέτει για μια ακόμα καλύτερη συνέχεια, είτε ξανά στη φόρμα του διηγήματος είτε σε μεγαλύτερες φόρμες.
Βαγγέλης Παπαδιόχος