Ο Κώστας Γ. Καρυωτάκης έζησε στην Πρέβεζα μόλις τριάντα δύο μέρες. Ο ερχομός του οφειλόταν σε δυσμενή μετάθεση. Δημόσιος υπάλληλος, ο ίδιος, είχε καταγγείλει επανειλημμένα και με υποδειγματική παρρησία την διασπάθιση μεγάλου μέρους κεφαλαίων. Κεφαλαίων που η, τότε, Κοινωνία των Εθνών είχε παραχωρήσει στην ελληνική κυβέρνηση, προκειμένου να ανακουφιστούν οι πληγές και να ικανοποιηθούν οι ανάγκες του ενάμισι, περίπου, εκατομμυρίου προσφύγων, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, με την νεότευκτη Τουρκική Δημοκρατία.
Στην Πρέβεζα τοποθετήθηκε στη Νομαρχία, και συγκεκριμένα στο Γραφείο Εποικισμού και Αποκατάστασης Προσφύγων. Εργαζόταν ως δικηγόρος του τμήματος, έχοντας την ευθύνη της σύνταξης και του ελέγχου των τίτλων κυριότητας των αγροτεμαχίων που προορίζονταν να παραχωρηθούν στους πρόσφυγες.
Δεν σκοπεύω να αναλωθώ σε προσπάθειες ερμηνείας της αυτοκτονίας του στην Πρέβεζα. Έχουν γραφτεί τόσα και άλλα τόσα, που, πραγματικά, πιστεύω πως δεν υπάρχει λόγος να γραφτεί κάτι ακόμα σχετικά.
Ο Κώστας Καρυωτάκης με το απονενοημένο διάβημά του συνδέθηκε άρρηκτα, ως ποιητής, με την Νύμφη του Αμβρακικού, όπως ο Τσέζαρε Παβέζε με το Τορίνο, και ο Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι με τη Μόσχα (και τα δύο παραδείγματα τα οφείλω στον Πρεβεζάνο Ποιητή κ. Στέλιο Μαφρέδα, τον οποίο ευχαριστώ θερμά, κι ας μην το ξέρει). Ενώ υπήρξαν αρκετοί που ενοχλούνταν από την ταύτιση της Πρέβεζας με τον ποιητή, στην πορεία των πραγμάτων, η Πρέβεζα μπήκε για τα καλά στον λογοτεχνικό χάρτη της εληνικής ποίησης και, γενικά, της νεοελληνικής γραμματείας. Όχι μόνο ως γεωγραφικό τοπωνύμιο, αλλά πρωτίστως ως ποιητικό σύμβολο, ένα εργαλείο χρήσιμο για κάθε επίδοξο ποιητή ή ποιήτρια ώστε να πουν τις δικές τους ιστορίες και να διατυπώσουν με τα ποιήματά τους τούς δικούς τους φόβους και, ίσως, τις δικές τους ελπίδες.
Προσωπικά, συνάντησα τα ποιήματα του Καρυωτάκη, σε τρυφερή ηλικία, μόλις στο δημοτικό, μέσα από τις “θεατρικές” μελοποιήσεις της “Πρέβεζας” και των “Ιδανικών Αυτοχείρων”. Στην ύστερη εφηβεία μου αποφάσισα ότι ο Καρυωτάκης, μαζί με τον Κωνσταντίνο Καβάφη, θα είναι οι “ήρωες” μου – έμπλεος λυρισμού ο πρώτος, περισσότερο στοχαστικός ο δεύτερος. Είναι πραγματικά εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο τα ποιήματα του Καρυωτάκη, σήμερα, που είμαι πια μεσόκοπος, έχουν ισχυρότερο αντίκτυπο, από ότι πριν είκοσι πέντε και βάλε χρόνια. Αυτό, κρίνω, φανερώνει πως ο αγαπημένος ποιητής έχει κερδίσει το στοίχημα της απήχησης και σε πνεύματα πιο μεστωμένα από την πείρα (ή μήπως ταλαιπωρία;) της ζωής και της ακόλουθης ωριμότητας.
Θα σε αποχαιρετήσω με ένα αγαπημένο ποίημα του τιμώμενου ποιητή. Πρώτα, όμως, η ετυμηγορία που του επιφύλαξε ο Ανδρέας Εμπειρίκος:
“Ήτο μεγάλος ποιητής ο νέος αυτός και ευγενής. Το λέγω και θα το ξαναπώ πολλάκις – είναι μεγάλος ποιητής ο Κώστας Καρυωτάκης”
[Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ…]
Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος
του κόσμου, δώθε απ’ τ’ όνειρο και κείθε από τη γη!
Όταν απομακρύνθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιώνια πληγή.
Με μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο
τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νιώθουμε τ’ άρρωστο κορμί, που εβάρυνε σαν ξένο,
υπόκωφος από μακρυά η φωνή μας φτάνει αχός.
Η ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα,
μα θάνατο, καθημερνό θάνατο και χολή
μόνο, για μας η ζωή θα φέρει, όσο αν γελά η αχτίνα
του ήλιου και οι αύρες πνέουνε. Κ’ είμαστε νέοι, πολύ
νέοι, και μας άφησεν εδώ, μια νύχτα, σ’ ένα βράχο,
το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά,
χάνεται και ρωτιόμαστε τι να ‘χουμε, τι να ‘χω,
που σβήνουμε όλοι, φεύγουμ’ έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!
“Ελεγεία και Σάτιρες”
1927
υγ για τα λίγα λόγια αυτού του κειμένου πολύτιμη βοήθεια αποτέλεσε η ανθολογία “Η Πρέβεζα στη Νεοελληνική Ποίηση” (Ίδρυμα Ακτία Νικόπολις, Πρέβεζα 2018) που επιμελήθηκε ο κ. Στέλιος Μαφρέδας. Για άλλη μια φορά τον ευχαριστώ θερμά.
Κώστας Μαζιώτης