Γιώργος Φουρτούνης: “Στο σινεμά το trash κυριαρχεί. Οι καλές ταινίες είναι εξαίρεση” (αναδημοσίευση)

Ιστορία από Θοδωρής Δημητρόπουλος

Για τον Γιώργο Φουρτούνη, το όλο νόημα ήταν να κάνει ταινίες που ήθελε να δει ο ίδιος. «Για το MJ ένιωσα ότι δε θα το έκανε κανείς άλλος», λέει.

Το ήδη πολυβραβευμένο μικρού μήκους φιλμ MJ ακολουθεί έναν τράπερ κατά την ανοδική του πορεία, τη στιγμή όμως που μια εσωτερική κρίση τον χτυπά. Έχει τη φήμη, έχει τα βιντεοκλίπ, έχει το clout. Έχει εμμονή με τη δόξα, και την πρωτιά, και τον Μάικλ Τζόρνταν. «Είμαι το νούμερο ένα!», λέει και πιστεύει.

Τότε γιατί νιώθει βαθιά μέσα του, πως στην πραγματικότητα δεν έχει κανέναν και τίποτα;

Το MJ έκανε πρεμιέρα στο φετινό φεστιβάλ Δράμας όπου και κέρδισε το βραβείο Σκηνοθεσίας για τον έμπειρο κινηματογραφιστή. Είναι μια ταινία πάνω σε μια θεματική, έναν κόσμο, έναν χαρακτήρα που πολλοί βρίσκουν συναρπαστικό αλλά δεν αγγίζουν. Σαν η τραπ να είναι κάτι το εξωγήινο, το εξωτικό, το εξωπραγματικό, το μακριά-από-εμάς.

«Τι;! Όχι, δεν γίνεται! Τι σχέση έχουμε με την υποκουλτούρα; Εμείς είμαστε όμορφοι, μικροαστοί, τι σχέση έχουμε με όλα αυτά; Καμία. Εμείς γελάμε με αυτά», λέει γελώντας ο Γιώργος Φουρτούνης υποδυόμενος την υποθετική αντίδραση ενός θεατή που θεωρεί τον εαυτό του ως κάτι μακρινό από αυτό τον κόσμο. Όμως είναι ίσως αυτή ακριβώς η φαινομενική απόσταση μέσα στον κοινωνικό ιστό, που κάνει το θέμα ακόμα πιο συναρπαστικό.

Έτσι εξερευνά την περσόνα του MJ, τον οποίο παίζει ο Γιώργος Κατσής (του Black Stone), αναζητώντας άφοβα τόσο το χιούμορ και τον παραλογισμό σε αυτή την περσόνα και αυτό τον κόσμο, όσο και το σκοτάδι, και το κενό – και τελικά, τα συναισθήματα. Το αποτέλεσμα είναι μια ταινία αστεία όσο και δραματική, σε συνεχή κίνηση, που μοιάζει κι η ίδια να κοιτά αποσβολωμένη τον ήρωά της. Και να το κάνει με αγνή περιέργεια και ειλικρίνεια.

Πριν λίγες μέρες το MJ κέρδισε τη Χρυσή Αθηνά του τμήματος μικρού μήκους ταινιών στις Νύχτες Πρεμιέρας, και τώρα συνεχίζει το ταξίδι της σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Το Σάββατο 26 Οκτωβρίου θα προβληθεί στην Ίριδα στο πλαίσιο της προβολής όλων των βραβευμένων ταινιών της Δράμας στην Αθήνα (24-27 Οκτωβρίου), ενώ λίγο αργότερα θα παιχτεί και στο αντίστοιχο πρόγραμμα βραβευμένων ταινιών της Δράμας, στο πλαίσιο του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Είναι ένα μεγάλο ταξίδι και μια σπουδαία σειρά διακρίσεων για τον Γιώργο Φουρτούνη, ο οποίος βέβαια ξέρει από αυτές. Το MJ είναι η 4η ταινία του, όμως η 2η του, το Πίστομα, είχε κερδίσει το Χρυσό Διόνυσο στη Δράμα και η αμέσως προηγούμενη, ο Ίκαρος, είχε πάρει το βραβείο Σκηνοθεσίας στις Νύχτες Πρεμιέρας. Αναμφίβολα ένας από τους κορυφαίους λοιπόν στον χώρο του, ο Φουρτούνης μας συστήνει το MJ κι όλα όσα βρίσκονται στην τροχιά του: Το σινεμά, η τραπ, κι όλα τα ενδιάμεσα.

«ΚΑΝΩ ΤΑΙΝΙΕΣ ΠΟΥ ΘΕΛΩ ΝΑ ΔΩ. ΓΙΑ ΤΟ MJ ΕΝΙΩΣΑ ΟΤΙ ΔΕ ΘΑ ΤΟ ΚΑΝΕΙ ΚΑΝΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ.»

Μου λέγανε οι φίλοι μου να κάνω μια κωμωδία. «Έχεις χιούμορ και κάνεις βουβές, βουκολικές ταινίες που δε μιλάει κανένας, τι είναι αυτά που κάνεις;» [γελάει] Κι όταν είπα ότι θα κάνω μια ταινία για έναν τραπερ μου λέγανε ότι τους κοροϊδεύω, ότι αποκλείεται. Αλλά με απασχολούσε. Δεν προέκυψε ως απάντηση στο «τι ενδιαφέρει τον κόσμο;», αλλά τι ταινία θα ήθελα να δω ως θεατής. Δεν περιμένα πως θα την έκανα κιόλας.

Υπάρχει μια αμηχανία, ότι δεν θέλουμε τέτοιους ήρωες στο σινεμά μας. Ναι, έχουμε και κάποιους αντιπαθητικούς ήρωες, αλλά πρέπει να ψάξουμε πολύ και να πάμε αρκετά πίσω στον χρόνο. Μου αρέσει πολύ ο Λευτέρης Δημακόπουλος του Περικλή Χούρσογλου γιατί ο πρωταγωνιστής είναι ένα ειλικρινές κάθαρμα. Όλοι οι άνθρωποι που τον αγάπησαν στο τέλος τον αφήνουν μόνο του κι αυτός ακόμα και τότε δεν μπορεί να καταλάβει τι του έχει συμβεί.

Νιώθω γύρω μου μια έλλειψη αγάπης. Και μέσα στον MJ βρίσκω αυτή την έλλειψη. Μια έλλειψη αγάπης στους ανθρώπους. Δεν υπάρχει κάποια βαθιά ειλικρινής σχέση στην ταινία, ακόμα κι ανάμεσα στον MJ και στη μητέρα του υπάρχει μια απόσταση, μια αμοιβαία καχυποψια, μια αδυναμία σύνδεσης. Χωρίς αγάπη είσαι και καλύτερος καταναλωτής άλλωστε κι ήσυχος πολίτης. Μπορεί να τραβήξεις και στην άλλη άκρη του κόσμου να ψάξεις τη σκιά σου κάτω από έναν φοίνικα.

Υπάρχει επίσης ένα τεράστιο κόλλημα με το αληθινό. Υπάρχει ανάγκη να έρθουμε σε επαφή με ένα έντονο συναίσθημα. Βρισκόμαστε μέσα σε μια περιοχή όπου μοιάζει να είναι προτεραιότητα μια απροσδιόριστη εμπειρία. Έννοιες όπως προσωπική αναζήτηση, εξερεύνηση, αναζήτηση του εαυτού, εν τέλει προϋποθέτουν να παραμένουμε παιδιά – όχι με την καλή έννοια. «Ψάξε τον εαυτό σου και η ζωή θα σε περιμένει». Αλλά η ζωή δεν μας περιμένει κι ο χρόνος μας μικραίνει.

Το ‘15 τελείωσα τον Ίκαρο, που είναι μια εντελώς διαφορετική ταινία. Θα μπορούσες να πεις ότι έγινε κάποιου ειδους personal growth – ένας όρος απάτη αν με ρωτάς. Ο χρόνος όμως σίγουρα δεν είναι απάτη. Έχουν περάσει κι εννιά χρόνια από τότε. Ο χρόνος είναι μερικές φορές πιο αποτελεσματικός από τα μικρόπνοα σχέδια μας.

Κι αυτή όπως κι οι προηγούμενες ταινίες μου ήταν πάντα ταινίες που ήθελα να δω και ήξερα ότι δε θα την κάνει κανείς άλλος. Για το MJ ένιωσα ότι δε θα το έκανε κανείς άλλος.

Το MJ δεν ήταν πρόκληση μόνο για εμένα. Ήταν πρόκληση για όλους τους καλλιτεχνικούς συντελεστές. Και για τον Γιώργο Κουτσαλιάρη τον διευθυντή φωτογραφίας που είναι πιο ποπ άνθρωπος από εμένα κινηματογραφικά. Ακόμα και για τη Μάρλι Αλειφέρη στα κοστούμια που έχει κάνει πολλά και διαφορετικά πράγματα. Και φυσικά για τους ηθοποιούς και την εικόνα που έχει ο καθένας για αυτό που κάνει.

Είναι δύσκολο να κάνουμε βήματα έξω από μας σε μια αχαρτογράφητη περιοχή.

Η ΤΡΑΠ, Ο ΒΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΩΡΑΙΟΠΟΙΗΜΕΝΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Πολύ καιρό τώρα με ενδιαφέρει ο κόσμος της τραπ και δεν είναι καθόλου ένα ξέχωρο κομμάτι από το τι συμβαίνει στη χώρα. Δεν δημιουργεί η τραπ το πρόβλημα.

Είδες το πρόσφατο που είπε ο Βελόπουλος στη Βουλή; Βγήκε κι απήγγειλε στίχους τραπ κι είπε να συλληφθούν οι τράπερς. Παρουσιάζει την τραπ σαν ένα στοιχείο επικίνδυνο, όπου αν συλλάβουμε τους κακούς τράπερς θα εξυγιάνουμε την κοινωνία γιατί παρασέρνει όλους τους νεολαίους. Λες και δεν έρχονται και δεν προκύπτουν όλα μέσα από τον καπιταλισμό, από τις αξίες που υπάρχουν σε μια κοινωνία, από την έλλειψη οράματος. Δεν έχουν καμία σημασία όλα αυτά! Αν τους κλείσουμε σε μια φυλακή, αν τους κανσελάρουμε, αν τους πούμε επικίνδυνους, τότε θα νιώσουμε ότι βρήκαμε τη δική μας απάντηση στο πρόβλημα. Ενώ φυσικά η συνθήκη παραμένει ίδια.

Λες και θα σταματήσει έτσι να υπάρχει ανασφάλεια και φτώχεια. Αν τα πασπαλίσουμε όλα λίγο, αν το Μεταξουργείο το ψευτοφτιάξουμε, αν η Ομόνοια αποκτήσει δυο χίπστερ καφέ και τα νταραβέρια μετακομίσουν μερικά στενά πιο κάτω, όλα καλά.

Αν όλο το κέντρο της Αθήνας γίνει Airbnb με τουρίστες τότε η χώρα θα συγκλίνει με την ευρωπαϊκή φαντασίωση.

Χρησιμοποιούμε συχνά την έκφραση «σημεία των καιρών», ότι κάτι είναι σημάδι της εποχής σε σύγκριση με κάποια μυθική άλλη εποχή, που δεν την ξέραμε. Γιατί αυτή την εποχή, την τωρινή, την ζούμε. Και λέμε ότι κάποιοι «καταστρέψανε την Ελλάδα μας», ότι δεν ήταν έτσι. Αλλά σε κάθε περίοδο της Ελλάδας πας τελικά και πιο πίσω για να βρεις την ιδανική εκδοχή της. Πότε ήταν εντάξει τελική η χώρα; Δεν το βρίσκω!

Όσο πίσω και να πάμε, πάντα κάτι μας καταστρέφει και μας επιβουλεύεται. Είναι μια συνεχής καταστροφή. «Κάθε πέρυσι και καλύτερα». Από το σκληρό σήμερα προτιμούμε ένα άγνωστο, ωραιοποιημένο παρελθόν.

ΔΥΣΚΟΛΟΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ, ΑΠΑΙΤΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Υπάρχουν πράγματα που δυσκολευόμαστε ακόμα να αποδεχθούμε σε μια «καλή ταινία», ακόμα κι έναν χαρακτήρα. Το MJ ας πούμε που έχει για πρωταγωνιστή έναν χαρακτήρα τράπερ. [κάνει σα να έχει σοκαριστεί] «Τι;! Όχι, δεν γίνεται! Τι σχέση έχουμε με την υποκουλτούρα; Εμείς είμαστε όμορφοι, μικροαστοί, τι σχέση έχουμε με όλα αυτά; καμία. Εμείς *γελάμε* με αυτά». Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο σε μια ταινία που μάλλον είναι καλή ή παρουσιάζεται ως καλή, αυτό μας δημιουργεί μια σύγκρουση και δυσκολευόμαστε να το αποκωδικοποιήσουμε.

Πάρε το Red Rocket ας πούμε, όπου ένας γραφικός λούμπεν τύπος θέλει να κλεφτεί με μια έφηβη και να γυρίζουν μαζί πορνό στο Λος Άντζελες. Πώς μπορείς να το διαχειριστείς αυτό; Εκμεταλλεύεται τους πάντες. Αλλά αυτός ο μαλάκας έχει άμεση σχέση με αυτό που συμβαίνει με εμάς τους ίδιους. Υπάρχει μια τεράστια απώθηση στο τι συμβαίνει στον κόσμο και στο τι είμαστε εμείς. Όλοι έχουμε έναν «Ψυ» και έχουμε πείσει τον εαυτό μας ότι όλα είναι εντάξει με εμάς. Εμείς εξευγενιστήκαμε, το συζητήσαμε, είναι εντάξει. Αλλά δεν είναι έτσι. Ο μαλάκας είναι εκεί. Ο τράπερ είναι εκεί. Το περιτύλιγμα και η αισθητική αλλάζει, η ουσία παραμένει η ίδια.

Διάβασα κάπου μια έκφραση ότι “ο πρωταγωνιστής της ταινίας παύει να είναι κίνδυνος”. Και σκέφτηκα, για ποιους; Για εμάς; Είμαστε καλύτεροι; Και γιατί πιστεύουμε ότι ο MJ είναι απέναντί μας κι όχι μαζί μας; Δεν πιστεύω ότι είμαστε πολύ διαφορετικοί από τον τράπερ στην ταινία.

Το άλλο που κάπως με δαιμονίζει στις ταινίες είναι όταν οι χαρακτήρες κάνουν πράγματα που δεν θελουν πραγματικά, γινονται «κατά λάθος».

Στην Αντιγόνη ας πούμε ο Κρέοντας το θέλει και βάζει την Αντιγόνη μέσα στον τάφο για να πεθαίνει. Το θέλει, το αποφασίζει, το λάθος το καταλαβαίνει αργά. Δεν ήταν κατά λάθος, από τύχη. Ενώ σήμερα ο ίδιος χαρακτήρας θα ήταν απόλυτο θύμα των περιστάσεων. Έτσι ίσως να θέλαμε κι ο MJ να πει «ρε παιδιά, έκανα λάθος, πωπω! Αυτή η μουσική δεν είναι ωραία. Ρε συ, βρίζει τις γυναίκες, εγώ δεν είμαι μισογύνης, τώρα που μου το λέτε το καταλαβαίνω! Συγγνώμη, δε θα συνεχίσω, θα αλλάξω, δε θα το ξανακάνω».

Αλλά τι πάει να πει κατά λάθος; Υπάρχει μια εν μέρει συνείδηση ακόμα κι όταν θέλουμε να πιστεύουμε ότι «το παιδί δεν ξέρει». Γιατί δεν ξέρει;

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ TRASH

Εκτιμώ το κακό σινεμά. Δηλαδή το trash. Βασικά στο σινεμά το trash κυριαρχεί. Οι καλές ταινίες είναι εξαίρεση. Εξάλλου συχνά trash ταινίες λένε πολλά περισσότερα για τον άνθρωπο και τον κόσμο από ό,τι αριστουργήματα.

Νιώθω ότι αν βάλω δίπλα σε μια πραγματικά πολύ κακή ταινία, όπως το Roar ας πούμε, αυτό με τα λιοντάρια [σσ. μια κριτικά κατακρεουργημένη ταινία του 1981 που έχει χαρακτηριστεί ως «η πιο επικίνδυνη ταινία που γυρίστηκε ποτέ»], μια πολύ καλή ταινία, ίσως κι ένα αριστούργημα, αυτο θα μαραθεί. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να θυμάσαι το αριστούργημα. Αλλά θα θυμάσαι το Roar γιατί είναι κάτι που έχει πολύ βαθιά να κάνει με την ανθρώπινη συνθήκη.

Υπάρχουν μόνο συγκεκριμένης τάξεως μεγάλες ταινίες που μπορούν να αντισταθούν σε αυτή την ενέργεια. Τα σύγχρονα αριστουργήματα τα ξεχνάς αν δεις αυτό δίπλα τους, τα τελείωσε. Δεν υπάρχει λόγος να τα θυμάσαι. Ενώ βλέπεις το Roar και λες…τι κάνανε; τι συνέβη εδώ; τι φάση; είναι όντως λιοντάρια; οι άνθρωποι είναι εντελώς ηλίθιοι; Και ξαφνικά άρχισα να σκέφτομαι για εμένα, για την ύπαρξή μου. Τι συμβαίνει στον κόσμο; Άνοιξε μπροστά μου ένα πεδίο που δεν υπήρχε πριν, και δεν μου το ανοίγει πάντα μια καλή ταινία.

Ή υπάρχει η γεωμετρική πρόοδος του trash στα Παρασκευή και 13, που ξεκινάνε με μια κανονική ταινία, ΟΚ η δεύτερη, επίσης κανονική ταινία, μετά η τρίτη… δεν είναι κανονική [γελάει], εδώ κάτι αρχίζει να συμβαίνει, και μετά έχεις κάτι 3D χάλια, οι φόνοι γίνονται 20, 30, 40, 50… Κάπου αυτή τη δύναμη που έχει το trash την εκτίμησα. Είναι κάπως σαν η ταινία να σε κοιτάει κατάματα. «Κάτι ξέρω για σένα».

Προφανώς υπάρχουν και ταινίες που είναι κακές και τις ξεχνάς στο έτσι, αλλά υπάρχουν πολλές που έχουν δύναμη, που έχουν μέσα τους κάτι από αυτό με το οποίο φτιάχνονται τα αριστουργήματα. Και που εκπροσωπούν κάτι άλλο, κάτι που δεν θα θέλαμε να το αγκαλιάσουμε.

«ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΝΑ ΜΠΟΡΕΣΕΙ Η ΔΙΑΝΟΜΗ ΝΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΕΙ ΤΙΣ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΤΑΙΝΙΕΣ»

Από μόνη της, η μικρού μήκους ταινία μπορεί να είναι να έχει μεγαλύτερη αξία από μια μεγάλου. Όμως επειδή στον καπιταλισμό όλα είναι εμπόρευμα και πρέπει να βγάζουν εμπορικό νόημα, υπάρχει πολλές φορές αυτή η σύνδεση, ότι η μικρού είναι εκεί απλώς για να οδηγήσει στη μεγάλου. Που τις περισσότερες φορές, δεν υπάρχει καμία σχέση.

Όλοι έχουμε πει στους εαυτούς μας, εμείς, οι παραγωγοί, οι άνθρωποι που είναι στις αγορές, ότι υπάρχει άμεση σύνδεση. «Είναι καταπληκτική αυτή η μικρού μήκους, ανυπομονώ για τη μεγάλου!» «Όταν μεγαλώσεις, θα κάνεις μεγάλου.» Μπορεί μετά να δεις τη μεγάλου και να μην έχουν σχέση. Ακόμα και υφολογικά. Είναι μοιραίο! Δε μπορούν να έχουν σχέση, δεν μπορούν οι μικρού να μεταφραστούν αυτόματα σε κάτι άλλο. Δεν μπορεί η μικρού μήκους να αποτελεί γέφυρα για κάτι άλλο. Έχει τη δικιά της αυθύπαρχτη αξία.

Τι θα πει «έτοιμος για μεγάλου μήκους»; Δεν το ξέρει κανείς. Η πρώτη ταινία της Μαρκετάκη ήταν ο Ιωάννης ο Βίαιος. Ήταν έτοιμη για αυτό επειδή έκανε το Ο Γιάννης και ο Δρόμος; Όχι, δεν έχουν καμία σχέση. Βλέπεις τον Ιωάννη τον Βίαιο και λες, τι κάνει;; Σα να προσγειώθηκε έτοιμη.

Θα ήταν σημαντικό αν μπορούσε η διανομή να αξιοποιήσει τις μικρού μήκους, που εγώ δε βρίσκω λόγο γιατί όχι. Δεν υπάρχει λόγος να μη μπουν στην αίθουσα οι μικρού μήκους είτε το καλοκαίρι, είτε και το χειμώνα. Μπορείς να κάνεις ένα πρόγραμμα και να έχεις και μεγαλύτερο publicity.

Είναι στο μυαλό μας όλα αυτά σχετικά με τη διάρκεια. Στο industry έχει μείνει η αδράνεια των ‘90s. «Αααα, πώς θα πουλήσουμε μια ταινία 110 λεπτών, πρέπει να είναι 90.» Θα παίξουν σε μια πλατφόρμα όλα αυτά, δεν έχει καμία σημασία ο χρόνος. Πλέον κάποιος μπορεί να βρει μια σειρά 10 επεισοδίων και να τη δει μέσα σε μια μέρα. Κανείς δεν είπε «α, μην είναι 10 επεισόδια η σειρά, ας είναι 3 για να μην τους κουράσουμε». Επικρατεί η λογική του content: Αν τον πιάσει τον θεατή, τον έπιασε. Η μικρού μήκους πρακτικά δεν έχει θέμα πια με τη διάρκεια. Μπορεί να παίξει οπουδήποτε. Όλα είναι θέμα προώθησης.

Στη μικρού μήκους ταινία είσαι πιο ανοιχτός δημιουργικά. Και είμαστε και σαν θεατές πιο ανεκτικοί. Στη μεγάλου μήκους οι απαιτήσεις για κάποιο λόγο αυξάνονται. Γι’αυτό στη μικρού μήκους χρησιμοποιείται συχνά η έκφραση, που δε μου αρέσει, «καλή προσπάθεια». Καλή προσπάθεια! Στη μεγάλου μήκους δε θα πεις ποτέ «καλή προσπάθεια».

«ΕΧΟΥΜΕ ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΕΣ»

Η κινηματογραφική εμπειρία είναι και λίγο event σήμερα.

Υπάρχει τεράστια ανάγκη στον κόσμο σαν σύνολο, να ζήσει ένα κοινωνικό συμβάν. Κάποτε αυτό συνέβαινε μόνο στο θέατρο και συγκεκριμένα στα εμπορικά θέατρα. Συναντούσες το κοινό να χειροκροτά κατά τη διάρκεια της παραστασης. Τώρα πλέον αυτό έχει ανοιξει τα φτερά του και πέραν του εμπορικού θεατρου και σε παραστάσεις που κάποτε θα ήταν εκκλησίες. Θα δώσει ένας ηθοποιός ο,τι έχει και δεν εχει; Ε, θα πέσει χειροκρότημα.

Γίνεται και στο σινεμά πλέον. Σου λέω ένα καραμπινάτο παράδειγμα, είχα πάει να δω το Μπάτμαν το τελευταίο. Σκάει μύτη ο Μπάτμαν μέσα από τη σκιά με τη μουσικάρα από πίσω, και πέφτει χειροκρότημα στην αίθουσα. Σα να μπαίνει ο πρωταγωνιστής στο Παλλάς. Δεν έχει σημασία αν βλέπεις κάτι καλό, κάτι τρας, κάτι εμπορικό.

Γίνεται και στις σοβαρές παραστάσεις πλέον. Υπάρχει τεράστια ανάγκη και από τους δημιουργους και από τους θεατές για επικοινωνία ακόμα και με όρους θεάματος.

Έχει νόημα να το αντιληφθούμε αυτό και στο ελληνικό σινεμά. Ότι το κοινό έχει ανάγκη – όχι απαραίτητα να το ικανοποιήσουμε, αλλά να επικοινωνήσουμε.

Δεν ξέρω αν είναι κάτι καλό αυτό, αλλά συνεχώς φουντώνει. Όπως είχε πει και ο θείος ενός πολύ καλού φίλου, που θα ήθελε να παίξει σε μια ταινία ένα κακό, έναν πολύ κακό, «από αυτούς που στο τέλος τον σκοτώνουν και το κοινό πανηγυρίζει». Και γυάλιζε το μάτι του! Νομίζω ότι αυτό υπήρχε κάποτε και νομίζω ότι τώρα επανέρχεται. Ότι είναι ΟΚ να χειροκροτήσω, είναι ΟΚ να πω «μπράβοοοοο!».

Μου αρέσει να βλέπω μια ταινία και να της μιλάω. Όχι για να κοροϊδέψω, αλλά να της απαντάω! «Όχι! Κάντο! Δεν το πιστεύω! Όχι ρε συ! Ναι, γαμώτο!». Όπως η μάνα μου, που μιλάει στις ταινίες. «Απαπα τον άτιμοοοο» και τέτοια. Το κάνει με ειλικρίνεια, δεν θέλει να ενοχλήσει! Ναι, έτσι κι εγώ σήμερα – δεν μπορώ να κρατηθώ.

Δες μόνο και το πώς παρουσιάζεται το Substance. «Πρέπει να το δεις με κόσμο!» Πόσο καιρό έχουμε να ακούσουμε για ταινίες που πρέπει να τις δεις με κόσμο, και να επανέρχεται αυτό κιόλας σαν στοιχείο του μάρκετινγκ μιας ταινίας; Υπάρχει μια διάθεση για να ζήσουμε μια συλλογική εμπειρία. Που να μην είναι πλέον κάτι το κλειστό και ατομικό.

πηγή: https://www.news247.gr/