Ο Εμμανουήλ Ροΐδης (28 Ιουνίου 1836 – 7 Ιανουαρίου 1904) ήταν σημαντικός Έλληνας λογοτέχνης και δοκιμιογράφος. Θεωρείται ένας από τους πιο πνευματώδεις συγγραφείς που παρουσιάστηκαν στα ελληνικά γράμματα, ενώ το έργο του καλύπτει πολλά διαφορετικά είδη, όπως το μυθιστόρημα, το διήγημα, τις κριτικές μελέτες, κείμενα πολιτικού περιεχομένου, μεταφράσεις και χρονογραφήματα. Το 1866 ολοκλήρωσε τη συγγραφή του μυθιστορήματος Πάπισσα Ιωάννα, έργο μέσα από το οποίο σατιρίζει τον κλήρο της Δυτικής Εκκλησίας την περίοδο του Μεσαίωνα. Το βιβλίο αφορίστηκε από την Ιερά Σύνοδο (αφορισμός που άρθηκε αργότερα) αλλά με τις συνεχείς πέντε εκδόσεις του κατάφερε να καταξιώσει διεθνώς τον Ροΐδη (ως διάσημο ή μάλλον διαβόητο – κατά σημείωση του Άριστου Καμπάνη). Τον Ιανουάριο του 1875 και για 18 μήνες εξέδιδε με τον Θέμο Άννινο το εβδομαδιαίο χιουμοριστικό στην αρχή, σατιρικό κατόπιν, περιοδικό Ασμοδαίος μέσα από τις σελίδες του οποίου είχε τη δυνατότητα να σχολιάζει τη δημόσια και πολιτική ζωή της Ελλάδας καθώς και να συμμετέχει ενεργά σε αυτήν. Ο Ροΐδης ήταν ένας από τους οξυδερκέστερους Έλληνες κριτικούς. Διέβλεψε τη φθορά του Αθηναϊκού Ρομαντισμού στην ποίηση και την πεζογραφία, ενίσχυσε τις ανανεωτικές προσπάθειες του περιοδικού Εστία στον τομέα του διηγήματος, στηλίτευσε τις υπερβολές της ηθογραφίας και κατέκρινε τον επαρχιωτισμό, δηλαδή τη φοβία για ξένες επιδράσεις στη λογοτεχνία.
Έκαστος τόπος έχει την πληγήν του: Η Αγγλία την ομίχλην, η Αίγυπτος τας οφθαλμίας, η Βλαχία τας ακρίδας και η Ελλάς τους Ελληνας.
Είς νόμος απαιτείται εις αυτήν τη χώραν, ο οποίος να επιτάσσει την εφαρμογήν όλων των υπολοίπων νόμων.
Στην Ελλάδα, άπαντες οι έχοντες ονύχια αγωνίζονται να σπαράξωσιν τους έχοντας πτερά.
Ως οι Ινδοί εις φυλάς, ούτω και οι Έλληνες διαιρούνται εις τρεις κατηγορίας:
α) Εις συμπολιτευομένους, ήτοι έχοντας κοχλιάριον να βυθίζωσιν εις την χύτραν του προϋπολογισμού. Β) Εις αντιπολιτευομένους, ήτοι μη έχοντας κοχλιάριον και ζητούντας εν παντί τρόπω να λάβωσιν τοιούτον. Γ) Εις εργαζομένους, ήτοι ούτε έχοντας κοχλιάριον ούτε ζητούντας, αλλ’ επιφορισμένους να γεμίζωσι την χύτραν διά του ιδρώτος των
Πλατωνικός έρωτας ίσον μαλακόν παξιμάδιον δια τους μη έχοντας οδόντας.
Κόμμα: Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν’ αναγιγνώσκωσι και ν’ αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπό ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι να αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι.
Σέβομαι τους νεκρούς, και όταν ακόμη είναι ζωντανοί.
Ο Έλλην προτιμά συνήθως την ομαλωτέραν οδόν, έστω και άγουσαν εις βάραθρον.
Γνωρίζει δώδεκα τρόπους να προσπορίζεται χρήματα εκ των οποίων ο τιμιότερος είναι η κλοπή.
(για διατελέσαντα υπουργό)
Εξειδίκευση είναι η διέξοδος της άγνοιας προς μίαν κατεύθυνσιν.
Όταν έχει κανείς το δικαίωμα να λαθεύει απεριόριστα, είναι βέβαιος πως κάποτε θα πετύχει.
Όπως όλοι οι Εσκιμώοι αλιείς, όλοι οι Άραβες ιππείς, και όλοι οι αρχαίοι Πάρθοι τοξόται, ούτως και όλοι οι σημερινοί Έλληνες είναι πολιτευταί, όλοι ψηφοθήραι, όλοι κομματάρχαι και εκ τούτου και κάπως ρήτορες εξ ανάγκης!
Πολύ φοβούμεθα ότι οι ημέτεροι καθηγηταί καθιστώσι την κλασσικήν αρχαιότητα ενδιαφέρουσαν και αγαπητήν, όσω και οι παπάδες την ορθόδοξον θρησκείαν.
Ο Έλλην στέργει συνήθως να είπη την αλήθειαν, ουχί όμως και να την γράψη.
Ο αληθής ποιητής πρέπει να ομοιάζη την δρυν, ήτις όσον υψηλότερα αίρει την κεφαλήν προς τον ουρανόν, τόσον βαθύτερον βυθίζει την ρίζαν εις την γην.
Η θέσις των παρ’ ημίν πολιτευομένων πολύ ομοιάζει την των αυτοκρατόρων της Βυζαντινής Ρώμης, οίτινες προς κατάληψιν του θρόνου συνεμάχουν μετά Φράγκων, Τούρκων και Βουλγάρων, εις ους αυτοί τε και οι υπήκοοι αυτών επλήρωνον έπειτα λύτρα.
Η θεία πρόνοια παραθέτει ημίν ως επιδόρπιον παν ό,τι δύσπεπτον και αηδές, τας ρυτίδας, την ποδάγραν, την πλήξιν και την εγκατάλειψιν.
Η μυθολογία ουδεμίαν αποδίδει ερωτικήν παρεκτροπήν εις τας Χάριτας, ίσως διότι ήσαν πάντοτε ομού και αι τρεις.
Το απλώς επωφελές και χρήσιμον δεν είναι ποιητικής εξυμνήσεως δεκτικόν.
Αι Μούσαι, ως όλαι αι γεροντοκόραι, αγαπώσι τους μόλις γενειώντας νεανίσκους. Αληθές είναι ότι απαντώνται ενίοτε ώριμοι άνδρες ποιούντες καλούς στίχους, αλλά μόνον μεταξύ εκείνων οίτινες νέοι όντες εποίησαν καλλιτέρους.
Οι σχολαστικοί μας ωνόμασαν, πιθανώς, το μανδύλιον «ρινόμακτρον», διότι μόνον η μύτη των συγκινείται και τρέχει, τους δε οφθαλμούς ουδέποτε ησθάνθησαν την ανάγκην ν’ απομάξωσιν.
Το σκέπτεσθαι φρονίμως είναι πολλάκις συνώνυμον του μη σκέπτεσθαι.
Οι πρώτοι χριστιανοί κατηγόρουν πλην των άλλων τους ειδωλολάτρας ημών προγόνους, ότι ουδ’ αυτόν τον θάνατον κατώρθωσαν να παραστήσωσι φοβερόν ή τουλάχιστον σοβαρόν, αλλ’ εικόνισαν αυτόν υπό την μορφήν κοιμωμένου εφήβου, αδελφού του Ύπνου και πρωτεξαδέλφου του Αδώνιδος και του Ναρκίσσου.
Μια οιαδήποτε πίστις εις οιονδήποτε πράγμα είναι άκαμπτος πανοπλία, ήτις διατηρεί τον άνθρωπον ορθόν καίτοι πληγωμένον.
Το βασιλικόν σκήπτρον καλώς εξεταζόμενον ουδέν άλλο είναι ή λαβή μάστιγος.
Ουδείς ποτέ ούτε δι’ αμοιβής ούτε διά ραβδισμών κατώρθωσε να επιβάλη εις γάτον να πράξη όσα πράττουσιν οι σκύλλοι, οι δούλοι και οι γελωτοποιοί.
Εν τη λέξει Φιλέλλην υπάρχει τι το απόζον προστασίας, συγκαταβάσεως, και οιονεί ελεημοσύνης οφειλομένης κατ’ εξαίρεσιν εις μόνους τους Έλληνας, ως εις φυλήν στερουμένην σθένους ικανού όπως εργασθή μόνη προς κατάκτησιν των όσα εκ της συμπαθείας των άλλων αναμένει.
Ιδανικόν γυναικός ήθελεν είναι η εν εαυτή συνενούσα την αγνότητα μετά της ηδυπαθείας, όπως η πορτοκαλέα άσπιλα άνθη και ευχύμους καρπούς επί του αυτού κλάδου.
Καθώς ο Ιησούς ήλθε να σώση ουχί τους δικαίους αλλά τους αμαρτωλούς, ούτω και όσοι γράφουν δεν πρέπει ν’ αποβλέπουν εις τους σοφούς, αλλ’ εις τους αγραμμάτους.
Ο ωφελιμώτερος τρόπος να μεταχειρίζωνται μερικοί άνθρωποι το μελάνι των θα ήτο αν εμαύριζαν με αυτό τα υποδήματά των.
Ενώ ουδέποτε άλλοτε υπήρξαν φοβερώτεροι οι εξοπλισμοί, ουδέποτε και μετά τόσης ομοφωνίας διεκηρύττετο παρά πάντων, ότι μόνος πόθος και μόνος αυτών σκοπός ήτο η διατήρησις της ειρήνης, ως αν ήτο δυνατόν να διαταραχθή η ειρήνη παρ’ άλλου τινός πλην μόνων των πανόπλων αυτής φρουρών.
Ποιητής αδύνατον είναι να γεννηθή και να υπάρξη εκτός μιας οιασδήποτε περιρρεούσης αυτόν ποιητικής ατμοσφαίρας.
Ο σήμερον Έλλην εκληρονόμησε παρά μεν των προγόνων αυτού μέγα όνομα, παρά δεν των πατέρων γωνίαν γης ελευθέραν. Αποκοιμηθείς δούλος και Ανατολίτης, εξύπνησεν ελεύθερος και Ευρωπαίος. Επόμενον άρα ήτο να καταληφθή υπό της κατεχούσης πάντας τους νεαυξήτους μέθης.