“Χτύπα, καμπάνα, δυνατά”
Χτύπα, καμπάνα, δυνατά μές στ’ ουρανού τα πλάτη
ήχε, πέτα στα σύννεφα, στο φως που τρεμοσβήνει,
Πεθαίνει ο χρόνος, χάνεται μεσ’ στης νυχτιάς τα σκότη
χτύπα, καμπάνα τώρα που τη στερνή πνοή αφήνει.
Χτύπα γι’ αυτόν που τέλειωσε μα και γι’ αυτόν που θα ’ρθει
Χτύπα, καμπάνα, με χαρά, κι ο ήχος σου στο χιόνι
Διώχνει το χρόνο τον παλιό, που χάνεται στα βάθη,
χαρμόσυνα καμπάνισε στον νέο που σιμώνει.
Χτύπα να διώξεις τον καημό που το μυαλό σκοτίζει,
για όσους δεν είναι πια εδώ, κι όσους έχουμε χάσει
χτύπα και γκρέμισε με μιας φτωχών και πλούσιων έχθρες
χτύπα κι ας ξαναγεννηθεί η ανθρωπιά στην πλάση.
Χτύπα να διώξεις το κακό, το φθόνο και τη ζήλεια
και την ψυχρότητα αυτών που πίστη πια δεν έχουν.
Διώξε με το τραγούδι σου τους πένθιμούς μου στίχους
και στη χαρά προσκάλεσε να ’ρθουν να τραγουδήσουν.
Χτύπα και διώξε από παντού τα ίχνη κάθε αρρώστιας
χτύπα και σκόρπισε μακριά τον πόθο για τα πλούτη
χτύπα κι οι πόλεμοι με μιας ας σβήσουν απ’ το χάρτη
χτύπα η ειρήνη ν’ απλωθεί στην οικουμένη ετούτη.
Χτύπησε και προσκάλεσε τον άντρα τον γενναίο,
το μεγαλόψυχο να ’ρθει σιμά και να γιορτάσει
Χτύπα και με τον ήχο σου φώτισε τα σκοτάδια
τι του Χριστού η Γέννηση λαμπρή θα καταφθάσει.
Άλφρεντ Τέννυσον
(1809 – 1892)